Ο Αντισμήναρχος (Ι) Γεώργιος Μάρκου γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 17 Ιουνίου 1914. Οι γονείς του ήταν ο δικηγόρος Δημήτριος Μάρκου, με καταγωγή από την Κέρκυρα, και η Άϊντα Ρόσι (Ida Rossi) η οποία είχε γεννηθεί στην Μάλτα. Λίγο μετά τον γάμο τους οι νεόνυμφοι εγκαταστάθηκαν μόνιμα στην Αλεξάνδρεια, όπου ο έγκριτος δικηγόρος δραστηριοποιούταν επαγγελματικά. Στα χρόνια που ακολούθησαν το ζευγάρι απέκτησε συνολικά έξι παιδιά, εκ των οποίων τα τέσσερα ήταν κορίτσια και τα υπόλοιπα δύο αγόρια. Πρώτη γεννήθηκε η Alice, η οποία αργότερα μετανάστευσε μόνιμα στις ΗΠΑ, σε αντίθεση με τα υπόλοιπα αδέλφια της που εγκαταστάθηκαν στην Ελλάδα και στη Ν. Ροδεσία. Ακολούθησαν οι δίδυμες Helen και Lucy, μαζί με μία ακόμη κόρη, τη Mary, και κατόπιν ο Γιώργος και ο Nolly. Δυστυχώς το μικρότερο παιδί της οικογένειας, ο Nolly, απεβίωσε λίγα χρόνια αργότερα από άγνωστη αιτία. Το γεγονός αυτό στεναχώρησε πολύ τον Γεώργιο Μάρκου ο οποίος πάντοτε, ακόμη και σε μεγάλη ηλικία, μιλούσε με θλίψη και οδύνη για την απώλεια τού μικρότερου αδελφού του! Ένα ακόμη δυσάρεστο γεγονός που διατάραξε την οικογενειακή τους γαλήνη ήταν μια επαγγελματική αποτυχία του Δημητρίου Μάρκου, στις αίθουσες των δικαστηρίων, όπου έχασε μία πολύ σημαντική δίκη, με αποτέλεσμα να περιέλθει σε βαθιά κατάθλιψη για μεγάλο χρονικό διάστημα! Στις αρχές της δεκαετίας του 1920 η οικογένεια μετακόμισε μόνιμα στην Αθήνα. Κατά τα μαθητικά του χρόνια ο νεαρός Γιώργος υπήρξε ένας επιμελής και άριστος μαθητής. Ο πατέρας του, βλέποντας στο πρόσωπο του μοναδικού του πλέον υιού τη συνέχεια του εαυτού του, ήταν πολύ υπερήφανος γι’ αυτόν και τον προόριζε για τον δικηγορικό κλάδο. Έτσι, λοιπόν, μετά την επιτυχή αποφοίτησή του από το Γυμνάσιο, εισήλθε στην Λεόντειο Σχολή, προκειμένου αργότερα να ακολουθήσει την δικηγορία. Από ό,τι φαίνεται, όμως, ο νεαρός έφηβος είχε ήδη αρχίσει να γοητεύεται από την πτήση και τα αεροσκάφη, καθώς οι αεροπόροι του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, αλλά και της περιόδου του Μεσοπολέμου, είχαν γίνει οι ήρωες εκείνης της εποχής, αποτελώντας ινδάλματα για την ελληνική και τη διεθνή κοινή γνώμη. Το 1931 η σύσταση της Σχολής Αεροπορίας και η προκήρυξη εισαγωγικών εξετάσεων αποτέλεσαν μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τον Γιώργο, προκειμένου να προσπαθήσει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα και να γίνει αεροπόρος. Μέχρι τότε οι Έλληνες ιπτάμενοι προέρχονταν από τις τάξεις του Πολεμικού Ναυτικού και του Στρατού Ξηράς. Η ανομοιογενής προέλευση των στελεχών, σε συνδυασμό με το διαφορετικό σύστημα εκπαίδευσης (επειδή το κάθε Όπλο είχε διαφορετικό ρόλο), δημιουργούσε ανταγωνισμό μεταξύ τους, με αποτέλεσμα οι ιπτάμενοι να διαχωρίζονται ατύπως σε «Στραταίους» και «Ναυταίους». Οι αντιζηλίες ανάμεσά τους ως προς τη χειριστική ικανότητα ενός εκάστου, αλλά και την εξέλιξή τους στην ιεραρχία, ήταν ένα συχνό φαινόμενο. Εκατοντάδες ήταν οι επίδοξοι νεαροί που δήλωσαν συμμετοχή, έχοντας ως όνειρο να γίνουν χειριστές πολεμικών αεροσκαφών. Μετά την προκήρυξη του σχετικού διαγωνισμού, ακολούθησαν αυστηρότατες υγειονομικές και γραπτές εξετάσεις και, συγχρόνως, οι προβλεπόμενες σωματικές δοκιμασίες σε βασικά αγωνίσματα. Στις 22 Οκτωβρίου 1931 δημοσιεύτηκε η πρόσκληση για παρουσίαση των επιτυχόντων στη Σχολή Αεροπορίας, στο Τατόι, την 23η Νοεμβρίου.
Από τους 250 υποψηφίους που προσήλθαν στις εξετάσεις πέτυχαν μόνο οι 11, εξαιτίας των αυστηρών κριτηρίων που επικρατούσαν. Ένας από τους τυχερούς εισαχθέντες ήταν και ο Γεώργιος Μάρκου, με την υψηλότερη βαθμολογία, ο οποίος δεν είχε συμπληρώσει ακόμη το 18 ο έτος της ηλικίας του.
Οι νεαροί Δόκιμοι ξεκίνησαν με ενθουσιασμό τα θεωρητικά μαθήματα στις 2 Δεκεμβρίου, ενώ λίγες εβδομάδες αργότερα άρχισαν και τις πρώτες τους πτήσεις με εκπαιδευτή, σε διπλάνα αεροσκάφη AVRO. Το πατροπαράδοτο καψώνι που ελάμβανε χώρα στις στρατιωτικές σχολές, γνωστό στην αεροπορική αργκό ως «νίλα», δεν ήταν δυνατόν να απουσιάζει από τη Σχολή Αεροπορίας. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες αξιωματικών εκείνης της εποχής, η κατάσταση πολλές φορές ξέφευγε εκτός ορίων. Η «νίλα» όμως που εφαρμόστηκε στους πρωτοετείς της 1ης Σειράς ήταν σχετικά ανώδυνη, συγκριτικά με αυτή που θα εφαρμοζόταν αργότερα στις επόμενες σειρές.
Tον Φεβρουάριο του 1932 ο Μάρκου ονομάστηκε Αρχηγός Τάξεως και ως εκ τούτου τού απονεμήθηκε ο βαθμός του Σμηνία. Λίγες μέρες αργότερα έστειλε στον πατέρα του την πρώτη του φωτογραφία, φέροντας με υπερηφάνεια στα μανίκια της στολής του τα Σμηνιόσημα, στο ύψος του άνω βραχίονα. Μέχρι τον Μάιο του 1932 οι εννέα από τους 11 υποψήφιους χειριστές κατάφεραν να πετάξουν το πρώτο τους “solo”, έχοντας βάλει στο ενεργητικό τους από 10 έως 18 ώρες πτήσεων συγκυβέρνησης με εκπαιδευτή στο πίσω κάθισμα. Βάσει κανονισμού, όσοι δεν κατάφερναν να πετάξουν μόνοι μετά από 20 ώρες, άλλαζαν ειδικότητα και γίνονταν προσωπικό εδάφους ή μετατάσσονταν στη Σχολή Ευελπίδων. Ως φέρελπις αεροπόρος, ο Γιώργος είχε την τύχη να έχει ως εκπαιδευτή του τον Σμηναγό (Ι) Λίνο, άριστο γνώστη του ψυχισμού των δοκίμων, με εξαιρετική μεταδοτικότητα, ο οποίος, διαβλέποντας τις όποιες αδυναμίες του μαθητή του, τον βοήθησε να τις ξεπεράσει με τον καλύτερο τρόπο. Ο νεαρός Δόκιμος ανήκε σε μία σπάνια κατηγορία εκπαιδευομένων, των οποίων η πρόοδος, αν και ήταν πιο αργή σε σύγκριση με άλλους συναδέλφους τους, εντούτοις ήταν σταθερή και με συνεχή βελτίωση. Αυτού του είδους οι χειριστές συνήθως γίνονταν άριστοι επαγγελματίες. Ο Αντισμήναρχος (Ι) ε.α. Ζήσης Λίνος, ένας από τους πρώτους απόφοιτους της Αγγλικής Σχολής Εκπαιδευτών (CFS), με καθήκοντα Επόπτη Εκπαίδευσης Αέρος στην ΣΑ, αφηγείται:
«Είχα και εγώ την περίπτωση του Μάρκου, ο οποίος άργησε πολύ να πετάξει μόνος. Έκανε γύρω στις 18 ώρες συγκυβέρνηση. Επειδή όμως ήταν Αρχηγός Τάξης και πρώτος στα θεωρητικά μαθήματα, έπρεπε με κάθε τρόπο να πετάξει σόλο. Και πράγματι πέταξε και εξελίχτηκε σε έναν εξαίρετο πιλότο. Αυτό όμως είναι μία πολύ σπάνια περίπτωση που ανήκει στον κανόνα “Slow beginners, make the best pilots”». (σ.σ. Σε ελεύθερη μετάφραση: «Όσοι αργούν να «σολάρουν», γίνονται οι καλύτεροι πιλότοι»).
Καθώς οι νεαροί Ίκαροι άρχισαν ένας-ένας να εκτελούν τα πρώτα τους “solo” η αυτοπεποίθησή τους άρχισε να αυξάνεται. Οι συζητήσεις μεταξύ τους για τις επιδόσεις τους και την πρόοδό τους στις διάφορες εκπαιδευτικές εξόδους, δημιουργούσαν ένα κλίμα έντονης άμιλλας. Σύντομα δύο από αυτούς, προκειμένου να ξεχωρίσουν από τους υπόλοιπους συναδέλφους τους και να έχουν κάτι συναρπαστικό να τους διηγηθούν, θέλησαν να γευτούν τη συγκίνηση μιας χαμηλής πτήσης, η οποία όμως απαγορευόταν ρητά από τους κανονισμούς. Το γνωστό αξίωμα που αφορά την ασφάλεια πτήσεων και λέει ότι «η παράβασις σκοτώνει», δεν στάθηκε ικανό να αποτρέψει τον Γεώργιο Μάρκου, ένα καλοκαιρινό πρωινό, από το να πετάξει χαμηλά πάνω από την Αθήνα. Απογειούμενος από το αεροδρόμιο Τατοΐου με ένα εκπαιδευτικό AVRO 504, ο νεαρός χειριστής έφτασε πάνω από τα Πατήσια και ξεσήκωσε τους κατοίκους της περιοχής με τον θόρυβο του κινητήρα του. Πραγματοποιώντας αλλεπάλληλες χαμηλές διελεύσεις πάνω από τη Λεόντειο Σχολή, όπου είχε φοιτήσει, προσέφερε ένα εντυπωσιακό θέαμα στους μαθητές της. Στη συνέχεια κατευθύνθηκε προς το πατρικό του σπίτι που βρισκόταν εκεί κοντά, προκειμένου να τον δουν οι δικοί του να περνά από πάνω τους με το αεροπλάνο του! Καθώς πετούσε 50 μέτρα πάνω από το έδαφος, ο κωδικός Ε-12 ξεχώριζε καθαρά στην κάτω επιφάνεια των πτερύγων. Την ίδια περίπου στιγμή, ένας ακόμη Ίκαρος, ο Δημήτριος Σκαλτσογιάννης, με το εκπαιδευτικό Ε-32 έδινε ένα παρόμοιο σόου πετώντας χαμηλά πάνω από το Κολωνάκι, την πλατεία Ρηγίλλης και την Λεωφόρο Κηφησίας, με αποτέλεσμα το τηλέφωνο στο Υπασπιστήριο της Σχολής Αεροπορίας να έχει πάρει φωτιά! Με την αδρεναλίνη να ρέει άφθονη στις φλέβες τους, οι δύο Ίκαροι επέστρεψαν στο αεροδρόμιο σε κατάσταση ευφορίας και προσγειώθηκαν με μικρή χρονική διαφορά μεταξύ τους. Πρώτος προσγειώθηκε ο Σκαλτσογιάννης, τον οποίο πλησίασε αμέσως ανήσυχος ο Αρχικελευστής Σπυρίδων Κυλαδινός. Ο συγκεκριμένος υπαξιωματικός, έχοντας υπηρεσία στο τηλεφωνείο, είχε γίνει ο αποδέκτης των οργισμένων τηλεφωνημάτων της Διοίκησης και του Υπουργείου και του είπε θυμωμένα:
«Έχεις κανένα μέσον? Βάλ’ το από τώρα ‘μπρος για να γλυτώσεις, γιατί άρχισαν τα τηλεφωνήματα από το Υπουργείο και δεν σε βλέπω καλά!».
Οι υπεύθυνοι της Σχολής παρέπεμψαν αργότερα τους δύο παραβάτες στο Πειθαρχικό Συμβούλιο με το ερώτημα της αποτάξεως, προκειμένου η πράξη τους να τιμωρηθεί αυστηρά για να μη βρει μιμητές. Ειδικά του Μάρκου, που ήταν και αρχηγός της τάξης! Τελικά, όμως, για να μην αποδυναμωθεί το ολιγάριθμο τμήμα της Σχολής, αλλά και εξαιτίας ορισμένων πολιτικών πιέσεων που ασκήθηκαν, τιμωρήθηκαν αμφότεροι με μηνιαία φυλάκιση.