Skip to main content

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ

Δημιουργικός, πολυσχιδής, ταλαντούχος, αντισυμβατικός. Ο Χρήστος Βακαλόπουλος υπήρξε εξαίρετος συγγραφέας, κριτικός, δοκιμιογράφος, φέρελπις σκηνοθέτης και αλησμόνητος ραδιοφωνικός παραγωγός. Ο Βακαλόπουλος περιβαλλόταν πάντα από εξόχως ενδιαφέρουσες προσωπικότητες, από ευφυείς ανθρώπους που ξεχώριζαν για την ομορφιά και την πρωτοτυπία τους. Ακόμα κι όταν έκανε παρέα με κάποιον που κατά τι υστερούσε, είχε το χάρισμα να αντλεί τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία του, να τα βγάζει στο φως.

Γεννήθηκε στην Αθήνα τον Ιανουάριο του 1956. Μεγάλωσε στη θρυλική συνοικία της Κυψέλης, η οποία αποτελεί κομβικό χώρο δράσης στα έργα του. Την εποχή εκείνη, η περιοχή αλλάζει μορφή και στη θέση των παλιών μονώροφων ή διώροφων σπιτιών με τις αυλές και τους κήπους υψώνονται πολυκατοικίες που σιγά-σιγά απέκλεισαν την ανάσα του ελεύθερου χώρου. Τα μαθητικά του χρόνια τα πέρασε στα θρανία της Λεοντείου Σχολής των Πατησίων.

Το 1973 τον βρίσκει φοιτητή στην «Ανωτάτη Σχολή Οικονομικών και Εμπορικών Επιστημών» (ΑΣΟΕΕ). Πνεύμα ανήσυχο και ρηξικέλευθο, με πάθος για το σινεμά, θα ξεκινήσει την αρθρογραφία του στα περιοδικά «Σύγχρονος Κινηματογράφος» και «Ντέφι» αλλά και στην εφημερίδα «Η Αυγή» ενώ θα εμπλακεί και στη δημιουργική ομάδα του Τρίτου Προγράμματος υπό τον Μάνο Χατζιδάκι, που έγραψε τη δική του ιστορία στα ερτζιανά. Μάλλον εκεί θα πάρει και το βάπτισμα του πυρός, ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Το 1980 εκδίδει το πρώτο του βιβλίο, «Υπόθεση μπεστ-σέλλερ». Τα επόμενα δύο χρόνια θα πραγματοποιήσει στο Παρίσι σπουδές κινηματογράφου, με δάσκαλό του τον σπουδαίο σκηνοθέτη Ερίκ Ρομέρ.
Το 1982 επιστρέφει στην Ελλάδα και συνεργάζεται με το περιοδικό «Αντί» ενώ οι εκπομπές του στο Δεύτερο Πρόγραμμα της ΕΡΤ θα αποκτήσουν πιστό και αφοσιωμένο κοινό. Το 1984 γράφει και σκηνοθετεί την μικρού μήκους ταινία «Βεράντες» ενώ παράλληλα κυκλοφορεί το δεύτερο και εξαιρετικό βιβλίο του «Οι πτυχιούχοι». Στη συνέχεια, το 1986, συνεργάζεται στο σενάριο των ταινιών «Σχετικά με τον Βασίλη» του Σταύρου Τσιώλη και «Η γυναίκα που έβλεπε τα όνειρα» του Νίκου Παναγιωτόπουλου. Το 1989, αίσθηση θα προκαλέσει η συλλογή πρωτότυπων και ευφάνταστων ολιγοσέλιδων διηγημάτων «Νέες Αθηναϊκές Ιστορίες», με έντονο το σουρεαλιστικό στοιχείο. Την ίδια χρονιά, σκηνοθετεί την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του, με τίτλο «Όλγα Ρόμπαρτς», με τον Αντώνη Καφετζόπουλο και την Όλια Λαζαρίδου στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, που κέρδισε το Βραβείο Φωτογραφίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης.
Το 1990, έναν χρόνο αργότερα, θα κυκλοφορήσει το γνωστότερο ίσως βιβλίο του, το Magnus opus του με τίτλο «Η Γραμμή του Ορίζοντος». Πρόκειται για μια ακρως γοητευτική ιστορία φυγής, γεμάτη ολοζώντανες εικόνες και υποβλητική σιωπή, με έντονη χρήση ποιητικής ειρωνείας και υπονομευτικό χιούμορ. Αναντίρρητα, με το βιβλίο αυτό, η πεζογραφία του περνάει σε ένα εντελώς διαφορετικό επίπεδο συμβολισμού και σκιαγράφησης, που υπόσχεται σπουδαία μελλοντικά έργα, τα οποία ωστόσο δεν ήρθαν λόγω της πρόωρης αποδημίας του. Πάντως, βρίσκεται στην πιο παραγωγική του περίοδο, αφού το 1992, γράφει και σκηνοθετεί, μαζί με τον Σταύρο Τσιώλη, την αγαπημένη ταινία «Παρακαλώ, γυναίκες, μην κλαίτε», που πήρε το Βραβείο Σεναρίου και Σκηνοθεσίας στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, όπως και το Βραβείο Καλύτερης Ταινίας της Ένωσης Κριτικών Κινηματογράφου.

Στις 29 Ιανουαρίου του 1993, σε ηλικία μόλις 37 ετών, ο Χρήστος Βακαλόπουλος φεύγει από τη ζωή αφήνοντας ιδέες και κείμενα ανολοκλήρωτα. Το 2005, εκδίδεται από την «Εστία» ένας συλλεκτικός τόμος, μια συλλογή άρθρων και δοκιμίων του Χρήστου Βακαλόπουλου με τίτλο «Η Ονειρική Υφή της Πραγματικότητας».
Γεγονός είναι ότι ο Χρήστος Βακαλόπουλος υπήρξε ένας ιδιόμορφος αστός, ένας ιδιαίτερα ταλαντούχος avant-garde τύπος, γεμάτος ιδέες, ασίγαστο δημιουργικό πάθος, χειμαρρώδη γραφή και ευφάνταστη μυθοπλασία τόσο στις ταινίες όσο και στα βιβλία του κυρίως. Ωστόσο, λόγω του πρόωρου τέλους του, δεν πρόλαβε να εξελιχθεί σε μια εξέχουσα φυσιογνωμία στο χώρο της πεζογραφίας ή της έβδομης Τέχνης.

Ο σπουδαίος δοκιμιογράφος και φίλος του Κωστής Παπαγιώργης, στο βιβλίο «Γεια σου, Ασημάκη» που αφιέρωσε στη μνήμη του Χρήστου, επιχειρεί να τον περιγράψει: «Φυσιογνωμικά, ήταν το αντίθετο του στρογγυλοπρόσω­που και του baby face. Η μορφή του άρχιζε με ένα μάλλον στενό μέτωπο και ολοκληρωνόταν μετά από ώρα σε ένα ι­σχυρό πιγούνι. Είχε κάτι το σκελετωμένο αυτό το πρόσωπο; Πιθανώς άφηνε την εντύπωση ότι είχε δεχθεί μια ύπουλη επί­θεση από τα μέσα, που σταμάτησε —ευτυχώς- προτού κάνει εμφανείς καταστροφές. Για να θυμίσουμε κριτήρια του 19ου αιώνα που έχουν πλέον εγκαταλειφθεί, εφόσον η έμφαση συ­γκεντρωνόταν γύρω από το στόμα και όχι στα μάτια, θα πρέ­πει να ανήκε στην κατηγορία των ατόμων που ανακάλυψαν τον νου τους λόγω χαρακτήρα, αντί να σπαταλήσουν το μυα­λό τους για να φέρουν σε λογαριασμό έναν ανοικονόμητο ψυχισμό. Χωρίς σπλήνα τα τελευταία χρόνια και με ένα χρώ­μα που θύμιζε καμιά φορά μεσογειακή αναιμία, ήταν ένας άνδρας γοητευτικός, που δεν κοκκίνιζε ποτέ. Γενικά, οι συγκινή­σεις του, κι αν προδίδονταν, έψαχναν τον προδότη τους στον τόνο της φωνής ή στις αμήχανες χειρονομίες…»

Πατώκος Δημήτρης

Καθηγητής Λεοντείου

 

….Η δεκαετία του ’70, είναι μια γενιά αιχμαλώτων. Αιχμαλώτων των ιδεών. Κι αιχμαλώτων ενός μοντέλου ζωής, που δεν ήρθε ποτέ έτσι όπως το είχαν φανταστεί, αλλά η αιχμαλωσία παρέμεινε σαν διαδικασία. Δηλαδή δεν μπορούν αυτοί οι άνθρωποι να ξεφύγουν από αυτό που είχαν σκεφτεί για το μέλλον όταν ήταν μικροί, το όποιο δεν ήρθε βέβαια, αλλά έμεινε η διαδικασία της σκέψης. Κι έτσι δεν μπόρεσαν να δουν την ζωή στην ολότητά της, έμειναν εγκλωβισμένοι, αιχμάλωτοι, και σχεδόν άρρωστοι μέσα σε μια διαδικασία. Είμαι σίγουρος ότι (η γενιά του ’70) είναι αιχμάλωτη, εγκλωβισμένη σε κάτι που δεν της ταιριάζει κατά κανέναν τρόπο, και πρέπει να βγει από αυτήν. Αυτό το οποίο μας έχει εγκλωβίσει είναι η διεκδίκηση. Διεκδικούμε κάτι, το οποίο όταν το πετυχαίνουμε δεν μας ευχαριστεί και διεκδικούμε και κάτι άλλο και κάτι άλλο και κάτι άλλο. Αυτή η διεκδίκηση γίνεται αβυσσαλέα. Είναι μια διεκδίκηση μερικών υλικών συνθηκών, βεβαίως, και γι’ αυτό δεν ικανοποιεί, ποτέ δεν μπορεί να φτάσει. Και πιστεύω ότι θέλει μια έξοδο από αυτό. Αλλά επειδή είναι δύσκολο, ας πούμε, να μείνεις κάπως φτωχός, πρέπει να το κάνεις γιατί θα πλουτίσεις αλλιώς. Όπως η δύναμη είπαμε νωρίτερα, είναι η αδυναμία, έτσι και ο πλούτος είναι η φτώχεια…

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ