Η Ένωση Αποφοίτων συνεχίζει το όμορφο ταξίδι αναζήτησης ως ελάχιστη τιμή στους συμμαθητές μας…
«Είμαστε μια χώρα χωρίς μνήμη… γι’ αυτό και δυσκολευόμαστε να κατανοήσουμε το σήμερα». Με αυτά τα λόγια, ο ζωγράφος Γιώργος Χατζημιχάλης θέλησε να ερμηνεύσει το γεγονός ότι ο Κοσμάς Ξενάκης (1925-1984), «κεντρική, πρωταγωνιστική μορφή στα εικαστικά δρώμενα των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, σταδιακά και χωρίς λόγο λησμονήθηκε»…
Ο Κοσμάς Ξενάκης
(Βραΐλα Ρουμανίας, 2 Φεβρουαρίου 1925 – Αθήνα, 5 Φεβρουαρίου 1984) ήταν αρχιτέκτονας, διακεκριμένος πολεοδόμος και ένας από τους σημαντικούς έλληνες εικαστικούς καλλιτέχνες των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών.
Από τους πρωτοπόρους της αφηρημένης ζωγραφικής στην Ελλάδα, ασχολήθηκε επίσης με τη μνημειακή γλυπτική και τη δημιουργία δρώμενων (happenings), τα οποία ονόμαζε «Πολύτεχνα» έργα.
Γεννήθηκε στη Βραΐλα της Ρουμανίας το 1925. Ήταν ο μικρότερος αδελφός των Γιάννη Ξενάκη και Ιάσονα Ξενάκη. Η μητέρα τους πέθανε το 1927 και ο πατέρας τους, Κλέαρχος Ξενάκης έστειλε αρχικά, το 1932, τον Γιάννη και τον Ιάσονα στηνΑναργύρειο και Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών, ενώ ο Κοσμάς ακολούθησε το 1935. Το 1939 η οικογένεια Ξενάκη εγκαταστάθηκε στην Αθήνα και ο Κοσμάς αποφοίτησε από τη Λεόντειο Σχολή. Την περίοδο της Κατοχής, τα αδέλφια Ξενάκη συμμετέχουν στην Εθνική Αντίσταση ως μέλη της ΕΠΟΝ. Το 1942 ο Κοσμάς ξεκινά σπουδές στην Αρχιτεκτονική Σχολή του Μετσόβιου Πολυτεχνείου. Παράλληλα, φοιτά στο Προκαταρτικό Τμήμα της Σχολής Καλών Τεχνών. Τον επόμενο χρόνο εγκαταλείπει τη Σχολή Καλών Τεχνών και σπουδάζει ζωγραφική κοντά στον Γιάννη Τσαρούχη, μαζί με τους Ροζίτα Σώκου, Μίνω Αργυράκη κ.ά. Το 1948 παίρνει το πτυχίο του αρχιτέκτονα και εκθέτει στην πρώτη μεταπολεμική Πανελλήνια Έκθεση, στο Ζάππειο Μέγαρο. Τον επόμενο χρόνο γίνεται μέλος της ομάδας «Αρμός» και εκθέτει ξανά στο Ζάππειο. Το 1954, με υποτροφία από τη γαλλική κυβέρνηση, φεύγει για το Παρίσι, προκειμένου να μετεκπαιδευτεί στα νέα υλικά και τεχνικές οικοδομής. Θα παραμείνει στο Παρίσι έως το 1956, εργαζόμενος σε διάφορα αρχιτεκτονικά γραφεία (του Γιάννη Κανδύλη, του Jean Prouvé) και παράλληλα λαμβάνοντας μέρος σε σημαντικές εκθέσεις ζωγραφικής. Στα τέλη του 1956 επιστρέφει στην Αθήνα και εντάσσεται στο προσωπικό του αρχιτεκτονικού γραφείου Δοξιάδη. Τον Απρίλιο κάνει την πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα, στην αίθουσα Πέην, με έργα από την περίοδο του Παρισιού, και λίγο αργότερα φεύγει για το Ιράκ. Θα παραμείνει στο Ιράκ τη διετία 1958-1960, εργαζόμενος για το γραφείο Δοξιάδη. Επιστρέφοντας στην Αθήνα, το 1960, εκθέτει στην αίθουσα «Αρμός» και, το 1961, είναι από τα ιδρυτικά μέλη της ΟμάδαςΤέχνης α΄, μια καλλιτεχνική ένωση που στόχευε στην προβολή των σύγχρονων καλλιτεχνικών τάσεων. Τα χρόνια αυτά ο Ξενάκης ξεκινά και την ενασχόλησή του με τη μνημειακή γλυπτική, ενώ τη διετία 1964-65 εργάζεται στη Μαδρίτη, ως διευθυντής του γραφείου Doxiades Iberica. Το 1968 επιλέγεται να εκπροσωπήσει την Ελλάδα στη Μπιενάλε της Βενετίας, όμως λόγω της Απριλιανής Δικτατορίας αρνείται τη συμμετοχή του. Το 1970, με υποτροφία του ιδρύματος Ford πραγματοποιεί μεγάλο ταξίδι στις ΗΠΑ. Το 1972 εγκαταλείπει το γραφείο Δοξιάδη και στρέφεται συστηματικότερα προς τη μνημειακή γλυπτική και τη δημιουργία πινάκων μεγάλων διαστάσεων. Παράλληλα, εξακολουθεί να εκπονεί αρχιτεκτονικές μελέτες. Τον Φεβρουάριο του 1985, και ενώ στη γκαλερί Ζουμπουλάκη φιλοξενούνταν ατομική του έκθεση, πεθαίνει από εγκεφαλικό επεισόδιο, σε ηλικία μόλις 59 ετών.
Μετά το θάνατό του διοργανώθηκαν εκθέσεις του έργου του (γκαλερί Τρίτο Μάτι, Φεβρουάριος 1985• Γαλλικό Ινστιτούτου Αθηνών, Φεβρουάριος 1985• Καλλιτεχνικό Κέντρο Ώρα, Φεβρουάριος 1987• Ακαδημία Αθηνών, 2001). Το 2001 το σωματείο «Φυρόγια» παρουσίασε στη Σίφνο έκθεση από τη συλλογή κεραμικών και παραδοσιακών εργαλείων του Ξενάκη, τα οποία μάζευε από τα πρώτα χρόνια που επισκέφτηκε το νησί. Ο Κοσμάς Ξενάκης τιμήθηκε επίσης, με τη διοργάνωση δύο σημαντικών αναδρομικών εκθέσεων. Η πρώτη διοργανώθηκε από την Εθνική Πινακοθήκη, τον Απρίλιο του 1990 και η δεύτερη από το Μουσείο Μπενάκη, τον Μάρτιο του 2015. Με αφορμή την έκθεση του Μουσείου Μπενάκη, κυκλοφόρησε το βιβλίο Κοσμάς Ξενάκης, από τις εκδόσεις του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης (Αθήνα 2015).
Το έργο του Κοσμά Ξενάκη απλώνεται σε μια σειρά από καλλιτεχνικές περιοχές. Υπήρξε ταυτόχρονα αρχιτέκτονας, ζωγράφος, γλύπτης και δημιουργός θεατρικών δρώμενων (Πολύτεχνα). Ασχολήθηκε επίσης –σε μικρότερο βαθμό– με τη χαρακτική (εκτύπωσε συστηματικά μονοτυπίες, ιδίως στα μέσα της δεκαετίας του ’60), καθώς και με τη σκηνογραφία. Ενδιαφέρθηκε, τέλος, και για τη λογοτεχνία: άφησε μεταφράσεις λογοτεχνικών κειμένων[5], ενώ και ο ίδιος είχε γράψει μικρά θεατρικά έργα (Σκιές Αγαλμάτων).
Ο Ξενάκης ξεκίνησε να ζωγραφίζει από την εφηβική ηλικία, ήδη στα χρόνια της Κατοχής. Τα πρώτα του θέματα ήταν νεκρές φύσεις, αυτοπροσωπογραφίες και πορτρέτα φίλων και συμμαθητών του. Πιο συστηματική γίνεται η ενασχόλησή του με τη ζωγραφική αφότου εισέρχεται στο προπαρασκευαστικό τμήμα της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και ιδίως μετά τη μαθητεία του κοντά στον Τσαρούχη. Ο Τσαρούχης, ως πρώτος του δάσκαλος, ασκεί έντονη επίδραση στο νεαρό Ξενάκη σε συνδυασμό με ηπιότερες επιρροές από το λαϊκό ζωγράφο Θεόφιλο Χατζημιχαήλ, καθώς και από τον Διαμαντή Διαμαντόπουλο. Από το 1945 και μετά, πυκνώνουν στο έργο του Ξενάκη οι σκηνές από λαϊκά μαγαζιά και κυρίως από τα χασάπικα, που σταδιακά εξελίσσονται στην πιο σπουδαία θεματική της πρώιμης αυτής περιόδου του. Επίσης, τον απασχολούν το γυναικείο γυμνό, αλληγορικές σκηνές εμπνευσμένες από τη μυθολογία και λιγότερο το τοπίο. Από το 1950 και μετά, η επίδραση του Τσαρούχη μειώνεται σταδιακά, καθώς ο Ξενάκης αναζητεί πρότυπα στην ευρωπαϊκή τέχνη. Ο Ματίς και ολοένα και περισσότερο ο Πικάσο γίνονται οδηγοί του, καθώς η ζωγραφική του Ξενάκη γίνεται ολοένα και απλούστερη, με έμφαση στο καθαρό χρώμα, το αδρό σχέδιο, τη σχηματοποίηση. Η στροφή προς τον κυβισμό είναι εμφανέστερη στα χρόνια 1952-1954, προτού ο ζωγράφος φύγει για το Παρίσι.
Η διετία του Παρισιού θα βοηθήσει τον Ξενάκη να αποτινάξει από πάνω του τις έως τότε επιρροές του. Εστιάζοντας σε δύο θέματα, το χασάπικο (και τη μορφή του χασάπη-μοσχοφόρου) και στις λουόμενες (που τους δίνει τον γενικό τίτλο «Γυναίκες στη θάλασσα»), απλοποιεί το σχέδιο και το χρώμα, καταλήγοντας σε λιτές συνθέσεις, με μορφές που θυμίζουν ικριώματα ή ιδεογράμματα. Τη ζωγραφική αυτής της περιόδου θα παρουσιάσει στην αίθουσα Πέην, το 1957, όπου θα δεχτεί αντικρουόμενες και περισσότερο αρνητικές κριτικές, καθώς η υφολογική του μεταστροφή είναι μεγάλη.
Τη διετία που ο Ξενάκης θα παραμείνει στο Ιράκ, θα εξακολουθήσει να πειραματίζεται ζωγραφικά, για να καταλήξει τελικά, στην αφαίρεση, χρησιμοποιώντας αυστηρές μαθηματικές αναλογίες και κανόνες οπτικής. . H αρχικά αυστηρή αφηρημένη γλώσσα του Ξενάκη, σιγά-σιγά γίνεται πιο γλαφυρή, πιο ελεύθερη, και τα αφηρημένα του έργα, που καταρχήν θύμιζαν παραδοσιακά υφαντά, παραπέμπουν σε ψηφιδωτά, με πλούσια χρώματα που λειτουργούν σε αντίστιξη ή σε παράθεση. Μετά το ταξίδι του στην Αμερική, το 1970, ο Ξενάκης θα απλοποιήσει ακόμη περισσότερο τη ζωγραφική του και θα στραφεί προς τη μνημειακή κλίμακα. Με αναφορές στο μινιμαλισμό αλλά και αναμνήσεις από την αρχιτεκτονική του εργασία, θα δώσει μεγάλους καμβάδες που θα εκτεθούν στη γκαλερί Ζουμπουλάκη, το 1976 και το 1984, αλλά και στην έκθεση ΕΥΡΩΠΑΛΙΑ, το 1982, στις Βρυξέλλες.
Παράλληλα με την αφηρημένη του ζωγραφική, και έπειτα από ένα ταξίδι του στη Νιγηρία το 1970, ο Ξενάκης θα ξεκινήσει και μια σειρά παραστατικών έργων με γενικό τίτλο «Κορίτσια». Είναι συνθέσεις με αινιγματικό, όχι σπάνια ερωτικό, περιεχόμενο και έντονα θεατρική διάσταση. Στα έργα αυτά αφομοιώνονται τόσο η πρώιμη περίοδος του ζωγράφου (1943-1954), όσο και οι κατακτήσεις του από την αφαίρεση, ενώ συνεχίζεται ο διάλογος με τον Πικάσο και τον Ματίς, μολονότι τα «Κορίτσια» αποτελούν ένα από τα πιο εντυπωσιακά και εμφανώς προσωπικά τμήματα της δημιουργίας του, και τον απασχόλησαν από το 1970 έως και το θάνατό του, το 1984.