Skip to main content

 

Στις 21 του Ιούλη 1944, τα κλαδιά  των πεύκων στο Πικέρμι  σήκωναν το βάρος των 54 άψυχων κορμιών των Ελλήνων πατριωτών, που οι ναζί καταχτητές εκτέλεσαν δια απαγχονισμού, για αντίποινα σε επιχείρηση του ΕΛΑΣ. Μεταξύ αυτών και ο μαθητής Λεοντείου Παύλος Τελάλης 17 χρόνων και ο πατέρας του Τελάλης Κάρολος

Είμαι ο Παύλος Τελάλης.

 Γεννήθηκα στην Αθήνα το 1927. Είχα 2 μεγαλύτερα αδέλφια και μια μικρότερη αδελφή. Έμπορος ο πατέρας μου, ενώ και τα αδέλφια μου εργάζονταν μαζί του. Για εμένα είχαν επιλέξει μια καλύτερη μόρφωση.

 Έτσι μετά το Δημοτικό, με εισαγωγικές εξετάσεις πέρασα στη Λεόντειο Σχολή Αθηνών, της οδού Σίνα.

Η 28η Οκτωβρίου 1940, με βρήκε στη Δευτέρα Γυμνασίου, την ώρα που τα αδέλφια μου πολεμούσαν στην Αλβανία. Η είσοδος των Γερμανών στην Αθήνα, λίγους μήνες αργότερα έφερε πολλές αλλαγές στη ζωή μας. Η σχολική μας χρονιά τελείωσε πρόωρα, οι δουλειές της οικογένειάς μας περιορίστηκαν, τα αδέλφια μου εντάχθηκαν, όπως έμαθα αργότερα, σε αντιστασιακές ομάδες της Αθήνας. Ο πατέρας βοηθούσε με κάθε τρόπο, δίνοντας κάλυψη και καταφύγιο σε πατριώτες, που κινδύνευαν από τους Ιταλούς και τους Γερμανούς.

Οι επόμενες σχολικές χρονιές μου πραγματοποιήθηκαν μετ’ εμποδίων, καθώς το σχολείο είχε κατά το μεγαλύτερο μέρος επιταχθεί από τους κατακτητές και πολλές φορές τα μαθήματα γίνονταν σε σπίτια καθηγητών μας και σπανιότερα στα κτίρια της Λεοντείου στα Πατήσια, όπου πηγαίναμε με τα πόδια.

Στις αρχές του 1944, τα αδέλφια μου κατάφεραν να διαφύγουν από την Ελλάδα και να προωθηθούν στην Αίγυπτο και από εκεί στο Σουδάν.

Η φυγή τους όμως μαθεύτηκε και ένα πρωινό του Μαϊου μας πήραν από το σπίτι τον πατέρα μου και εμένα και μας οδήγησαν στα κρατητήρια της οδού Κοραή. Δεν είχα κλείσει ακόμη τα 17 και δεν γνώριζα και τίποτα να τους πω, ενώ και ο πατέρας μου αρνήθηκε κάθε ανάμειξη με οργανώσεις και ενέργειες κατά των Γερμανών.

Με την αόριστη κατηγορία “της ευνοϊκής δράσης υπέρ του εχθρού” μας προώθησαν στο κολαστήριο του Χαϊδαρίου.

Ξαφνικά βρεθήκαμε να ζούμε σε ένα κλίμα απόλυτης τρομοκρατίας, με άθλιες συνθήκες υγιεινής και διαβίωσης, ανάμεσα σε εκατοντάδες συμπατριώτες μας. Ευτυχώς, είχα δίπλα μου τον πατέρα μου, να μου δίνει κουράγιο και δύναμη κάθε στιγμή, να προσπαθεί να πάρει τον πόνο μου, την πίκρα μου, να με παρηγορεί. Κάθε μέρα βλέπαμε δεκάδες κρατουμένων να χωρίζονται σε ομάδες και να μην τους ξαναβλέπουμε, ενώ καινούργιοι έρχονταν στη θέση τους. Δεν άργησα να καταλάβω πως οι εκτελέσεις πια ήταν καθημερινότητα στο Χαϊδάρι.

Ήταν 20 Ιουλίου όταν στην πρωινή αναφορά, ακούσαμε με τον πατέρα μου για πρώτη φορά τα ονόματά μας, από τον υποδιοικητή του στρατοπέδου. Είμαστε ανάμεσα στους επόμενους 50, που είχαν “κληρώσει” οι τύραννοι να πληρώσουμε το τίμημα για μια ενέδρα κάπου κοντά στη Ραφήνα, όπου οι αντάρτες της Πεντέλης εκτέλεσαν 3 Γερμανούς. Ο πατέρας μου έβαλε τις φωνές, πήγε να αντιδράσει, όμως έπεσαν επάνω του οι φρουροί και τον χτυπούσαν. Μάταια προσπάθησα να τον προστατεύσω. Έφαγα κι εγώ αρκετές κοντακιές και κλωτσιές.

Οι επόμενες ώρες ήταν δραματικές, αφού κληθήκαμε να μαζέψουμε τα λίγα που είχε ο καθένας μας, για να μας στείλουν στις Φυλακές Αβέρωφ, που μας είπαν πως θα ήταν ο ενδιάμεσος σταθμός μέχρι την τελική κατάληξη. Κλεισμένοι σε ένα κελί μαζί με 23 ακόμη, περιμέναμε το μοιραίο, ο καθένας στις σκέψεις του και ο πατέρας μου χαμένος στις δικές του, κουβαλώντας δύο σταυρούς μαζί, ανίκανος να αντιστρέψει τη μοίρα μας. Αργά τη νύχτα κρατώντας ένα κερί εμφανίστηκε ένας ιερέας να μας δώσει μια τελευταία ευχή, μια ευλογία, ένα κατευόδιο για το μεγάλο ταξίδι.

Αξημέρωτα μας παρέλαβαν τα φορτηγά, να μας οδηγήσουν εκεί, στον τόπο του μαρτυρίου.

Στη διαδρομή αρχίσαμε να τραγουδάμε όλοι μαζί τον Εθνικό Ύμνο, τα θούρια του Ρήγα σε μια προσπάθεια να δώσουμε θάρρος και δύναμη ο ένας στον άλλον.

Έτσι φτάσαμε χαράματα πια, στο Χαρβάτι, για να αντικρίσουμε το απόκοσμο θέαμα μιας συστάδας πεύκων με μαύρες θηλιές, από καλώδια να κρέμονται από τα κλωνάρια τους. Εκεί μας άφησε το φορτηγό και με σφιγμένη την καρδιά, την αγωνία του άγνωστου, τον τρόμο του τέλους, την απειλή και τις φωνές των Γερμανών ανεβήκαμε στην καρότσα ενός ανοιχτού φορτηγού και ένας ένας περνούσε τη θηλιά στον λαιμό του επόμενου…

Τα δάκρυα, ο σπαραγμός του πατέρα μου ήταν το τελευταίο πράγμα που θυμάμαι, καθώς το φορτηγό ξεκινούσε, αφήνοντας έναν έναν από εμάς να αιωρούμαστε στα κλωνιά των πεύκων…

Το ημερολόγιο έγραφε 21 Ιουλίου 1944

Μια ενδιαφέρουσα άποψη του απόφοιτου Γιάννη Πανούση

Μια ενδιαφέρουσα άποψη του απόφοιτου Γιάννη Πανούση

adminadminJuly 10, 2024
Η ΕΑΛΛ καλεί τους Αποφοίτους…για μια ακόμα φορά κοντά στη νέα γενιά…Ημερίδα Επαγγελματικού ΠροσανατολισμούΔράσεις

Η ΕΑΛΛ καλεί τους Αποφοίτους…για μια ακόμα φορά κοντά στη νέα γενιά…Ημερίδα Επαγγελματικού Προσανατολισμού

adminadminJuly 10, 2024
ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ…Εγκλωβισμένος για πάντα στο όνειροΠρόσωπα

ΧΡΗΣΤΟΣ ΒΑΚΑΛΟΠΟΥΛΟΣ…Εγκλωβισμένος για πάντα στο όνειρο

Παναγιώτης ΜαμαλήςΠαναγιώτης ΜαμαλήςSeptember 5, 2024