Στις 25 Ιουλίου του 1838, περίπου 14μήνες μετά τα επίσημα εγκαίνια και την έναρξη λειτουργίας του Καποδιστριακού Πανεπιστημίου της μικρής πρωτεύουσας του Ελληνικού Βασιλείου και τέσσερα χρόνια από το νόμο για τα Δημοτικά Σχολεία στο νεότευκτο κράτος, ο Διοικητής Αττικής χορηγεί άδεια ιδρύσεως Σχολείου στον καθολικό ιερέα Κωνσταντίνο Σαργολόγο, ιερέα της βασιλικής οικογένειας. «Κατόπιν διαταγής της επί των Εκκλησιαστικών και της Δημόσιας Εκπαιδεύσεως Βασιλικής Γραμματείας της Επικράτειας» δίνεται άδεια να ιδρυθεί σχολείο στην Πρωτεύουσα. Το νέο σχολείο πήρε το όνομα του πολιούχου της Αθήνας «Αγίου Διονυσίου» και λειτούργησε κάπου στην Πλάκα. Το Σχολείο αυτό ιδρύεται ειδικά για τους καθολικούς της πρωτεύουσας.
Στα αρχιτεκτονικά σχέδια που υποβλήθηκαν στο Υπουργείο από τον καθολικό ιερέα υπήρξε πρόβλεψη για την ίδρυση παρεκκλησίου για τις θρησκευτικές εκδηλώσεις των καθολικών μαθητών. Το Υπουργείο όμως σύστησε στον Επίσκοπο Σύρου και Αποστολικό Δελεγάτο για την Αττική, να μην υπάρχει καθολικός ναός μέσα στο χώρο του Σχολείου αλλά παραπλεύρως, γιατί ο νόμος επέτρεπε να φοιτούν στα Δημοτικά σχολεία ελληνόπουλα παιδιά κάθε δόγματος.
Το Δημοτικό Σχολείο «Αγιος Διονύσιος» εργάστηκε ταπεινά και αθόρυβα έως το 1889 με αναλαμπές και διαλείμματα, μορφώνοντας τη νεολαία των τότε εγκατεστημένων καθολικών της Αθήνας. Εκείνη τη χρονιά ο Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιωάννης Μαραγκός, πέτυχε την επέκταση σε σχολείο με δύο κύκλους (Στοιχειώδη και Μέση εκπαίδευση) και το μετονόμασε σε «Λεόντειο Λύκειο» Αγίου Διονυσίου. Τη διεύθυνση ανέλαβε από τη Σύρο ο διαπρεπής καθηγητής μαθηματικών του Εθνικού Πανεπιστημίου Αθηνών Κυπάρισσος Στέφανος. Σε ένα ενημερωτικό προπολεμικό φυλλάδιο διαβάζουμε ότι «Το Λεόντειο Λύκειο ιδρύθη δαπάναις του αειμνήστου ποντίφικος και ακραιφνούς φιλέλληνος πάπα Λέοντος ΙΓ’ εν έτει 1889, τη αδεία Ελληνικής Κυβερνήσεως».
Η Αθηναϊκή εφημερίδα «Ακρόπολις», ανήγγειλε την ίδρυση της Λεοντείου με το παρακάτω χαρακτηριστικό άρθρο:
Διευθυντές, δάσκαλοι και καθηγητές προέρχονταν οι περισσότεροι από τον ιερό κλήρο της καθολικής ενορίας Αθηνών.
Το 1890 αναλαμβάνουν τη διοίκηση του οι πατέρες Σαλεσιανοί. Το 1893 και ενώ το Λεόντειο Λύκειο παρουσίαζε μια ευχάριστη ανοδική πορεία οι πατέρες αποχωρούν από αυτό και τη Διεύθυνση και λειτουργία του αναλαμβάνουν οι κληρικοί της Αρχιεπισκοπής Αθηνών.
Το 1897 περνάμε από το ταπεινό σχολείο της συνοικίας της Πλάκας (Δημοτικό & Γυμνάσιο μέχρι της Β’ Γυμνασίου, του παλαιού τετραταξίου), στο νεοκλασικό της οδού Σίνα 4. Το κτίριο βρισκόταν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο με την καθολική Μητρόπολη του Αγ. Διονυσίου του Αεροπαγίτου, με την οποία επικοινωνούσε, ώστε να μπορούν εύκολα οι καθολικού εκπαιδευόμενοι να εκκλησιάζονται χωρίς να χρειάζεται να διανύσουν μεγάλη απόσταση. Οικοδομήθηκε με έρανο από τους Έλληνες καθολικούς και με ένα σεβαστό ποσό του φιλέλληνα Πάπα Λέοντος ΙΓ’, που φέρει και το όνομά του. Παρά τη στέγαση του σε ένα από τα αρτιότερα κτίσματα εκείνης της εποχής, το Λεόντειο Λύκειο γνώρισε μια περίοδο κάμψης από το 1897 έως το 1907. Προβληματισμένος ο τότε Καθολικός Αρχιεπίσκοπος Αθηνών, αποφάσισε να καλέσει και να αναθέσει στη συνέχεια τη διεύθυνση του σχολείου στα μέλη μιας αδελφότητας μοναχών η οποία διεύθυνε ορισμένα σχολεία με ανάλογες αρχές στην Κωνσταντινούπολη. Επρόκειτο για τη Μοναχική Κοινότητα των Μαριανών Αδελφών.
Από την άφιξή τους στην Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 1907 οι πρώτοι Αδελφοί Frère Marie Constantin, Frère Francois Laurent με επικεφαλής τον Frère Acindynus, επαρχιακό Ηγούμενο των Αδελφών στην επαρχία της Κωνσταντινούπολης. Εγκαταστάθηκαν στο επιβλητικό για την εποχή σχολικό συγκρότημα και ανέλαβαν την διδασκαλία της γαλλικής γλώσσας και διαπίστωσαν την ακαταλληλότητα των σχολικών χώρων της οδού Σίνα. Η συνεχόμενη αύξηση των μαθητών αποτελεί πλέον πρόβλημα για το Λεόντειο Λύκειο στη Σίνα, καθώς οι χώροι δεν επαρκούν για τους 700 μαθητές του. Αισθάνθηκαν πιεσμένοι στις μικρές αίθουσες διδασκαλίας και ακόμη περισσότερο στη στενόχωρη αυλή. «Βασανιστήριον» τη χαρακτηρίζει ο Frère Marie-Brunon Baud σε μια από τις επιστολές του στον επαρχιακό προϊστάμενο Κωνσταντινουπόλεως. «Σιβηρία το χειμώνα και Σαχάρα το καλοκαίρι».
Οι ανάγκες για αμφιθέατρα, οργανοθήκες, παρασκευαστήρια, ευρύχωρες αίθουσες διδασκαλίας, προαύλια και γήπεδα γυμναστικής είναι πλέον μεγάλες και η αναζήτηση ενός νέου χώρου για τη στέγαση του Λεοντείου Λυκείου της Σίνα αποτελούσε επιτακτικότατο αίτημα.
Στο πρώτο, με πρόσοψη στην οδό Σίνα, διώροφο νεοκλασικό κτήριο, όπως το γνωρίσαμε μέχρι την κατεδάφιση του στις αρχές της δεκαετίας του ’70, υπήρχαν οι αίθουσες διδασκαλίας στο ισόγειο και τα ενδιαιτήματα των εσωτερικών μαθητών στον όροφο. Το σύνολο των μαθητών ανερχόταν το 1907 σε 145, στις 4 τάξεις του Δημοτικού, στις 3 τάξεις του Σχολαρχείου και στη 1 τάξη του Γυμνασίου. Επίσης οι 35 μαθητές ήταν οι εσωτερικοί.
Το δεύτερο, μικρότερο κτήριο προς το μέρος του καθεδρικού ναού χρησίμευε για τη στέγαση των ιεροσπουδαστών της Αρχιεπισκοπής, στην οποία ανήκε το Λεόντειο Λύκειο με διευθυντή τον εκάστοτε Αρχιεπίσκοπο Καθολικών της Αθήνας. Στο κτήριο αυτό υπήρχε παρεκκλήσιο, στο οποίο εκκλησιάζονταν οι Αδελφοί και οι καθολικοί μαθητές. Καθήκοντα λειτουργού συνέχισε να ασκεί ο αιδεσιμότατος Λουδοβίκος Labelle, ο οποίος ενσωματώθηκε στην κοινότητα των Αδελφών.
Με την έναρξη της σχολικής χρονιάς 1909- 1910, εκδόθηκε με προτροπή του Κυπάρρισου Στέφανου, (πρώτος Λυκειάρχης Λεοντείου) η σχετική πράξη του Υπουργείου των Εκκλησιαστικών και Δημόσιας Εκπαιδεύσεως, και χορηγήθηκε στο Λεόντειο άδεια να λειτουργήσει και «εμπορικό τμήμα επί τω όρω της ακριβούς τηρήσεως των περί ιδιωτικών εκπαιδευτηρίου κειμένων διατάξεων» και το 1911 προστέθηκε και το Γαλλικό τμήμα εφάμιλλο με τα Λύκεια της Γαλλίας, του οποίου οι απόφοιτοι κατόπιν εξετάσεων ενώπιον ειδικής επιτροπής από τη Γαλλική Αρχαιολογική Σχολή Αθηνών ελάμβαναν το επίσημο απολυτήριο του Γαλλικού Κράτους (Baccalauréat).
Την ίδια χρονιά, ο Αρχιεπίσκοπος Αντώνιος Δελένδας, απόλυτα πεπεισμένος πλέον για τις εκπαιδευτικές και διοικητικές ικανότητες των Μαριανών, θα αναθέσει στο Frère Marie-Brunon Baud τα καθήκοντα του διευθυντή της Σχολής αντικαθιστώντας τον μέχρι τότε ιερωμένο διευθυντή.
Στο μαθητολόγιο του 1912- 1913, η δύναμη των μαθητών είχε φθάσει τους 320 από τους οποίους οι 50 ήταν εσωτερικοί. Άρχισε τότε να ριζώνεται στις καλές αθηναϊκές οικογένειες πώς να στέλνουν τα αγόρια τους σε ένα τέτοιο σχολείο αποτελούσε σπουδαίο κοινωνικό και μορφωτικό εφόδιο.
Παρόλη τη στενότητα των σχολικών χώρων, λόγω του μάλλον περιορισμένου αριθμού των μαθητών, και μάλιστα των εσωτερικών, δεν τέθηκε ευθύς εξ αρχής επί τάπητος θέμα μετακόμισης σε καταλληλότερο κτήριο.
Προκειμένου να επιτευχθούν οι παιδαγωγικοί, κοινωνικοί, θρησκευτικοί και εθνικοί στόχοι των Λεοντείων δεν επιστρατεύτηκε μόνο η διδασκαλία και το καθημερινό Ωρολόγιο Πρόγραμμα, αλλά και άλλες εκπαιδευτικές δραστηριότητες, όπως η «Τιμητική Λεγεώνα», που δημιουργήθηκε για τους άριστους μαθητές στην επίδοση και στο ήθος, ο «Φιλόπτωχος Μαθητής», και η «Σταυροφορία της Θείας Ευχαριστίας», που είχε ως στόχο την προσέλκυση των μαθητών στο μυστήριο της Ευχαριστίας και στη συμμετοχή τους στη Θεία Λειτουργία.
Με τη λήξη του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου ο αριθμός των μαθητών φθάνει τους 700. Tην εποχή εκείνη το Λεόντειο περιλαμβάνει: Α) Ελληνικό τμήμα με Τετρατάξιο Δημοτικό, Τριτάξιο Σχολαρχείο, και Γυμνάσιο. Τα μαθήματα γίνονταν σύμφωνα με το αναλυτικό πρόγραμμα και τα σχολικά βιβλία του ΥΠΕΠΘ, με ιδιαίτερη μέριμνα για την εκμάθηση γαλλικών. Β) Γαλλικό τμήμα, στο οποίο οι σπουδές ήταν οργανωμένες σύμφωνα με το πρόγραμμα των Λυκείων και των κολεγίων της Γαλλίας. Στο τμήμα αυτό δινόταν ιδιαίτερο βάρος στη διδασκαλία των νέων και αρχαίων ελληνικών. Γ) Τετραετές εμπορικό τμήμα στο οποίο η διδασκαλία γινόταν εν μέρει στα γαλλικά, ενώ δινόταν ιδιαίτερη σημασία στη διδασκαλία της Ελληνικής και της Αγγλικής γλώσσας. Οι μαθητές καταβάλουν δίδακτρα. Οι Καθολικοί κατά κανόνα φτωχοί, δίνουν ότι μπορούν. Οι Ορθόδοξοι ανήκουν στην ανώτερη κοινωνική τάξη.
Η σημαία του Σχολείου.
Στις 23 Φεβρουαρίου 1928 στη γιορτή του κ. Διευθυντή, οι εσωτερικοί μαθητές προσφέρουν ένα ωραίο δώρο που το ετοιμάζανε μήνες. Ήταν μια ωραία Ελληνική σημαία, μεταξωτή, χρυσοκέντητη η οποία φέρνει την εικόνα του Χριστού.
Οι Μαριανοί Αδελφοί ψάχνουν ένα νέο χώρο, έξω από το κέντρο της Αθήνας, για να αποσυμφορήσουν το κτίριο της οδού Σίνα.
Ο χώρος αυτός βρέθηκε στην τοποθεσία «Χρυσάκη» , στην περιοχή της Νέας Σμύρνης και αγοράστηκε κατόπιν των πρωτοβουλιών, που ανέλαβαν τα διευθυντικά στελέχη εκείνης της εποχής Fr. Joseph και Acindynus.
Αμέσως μετά την εμπλοκή της χώρας μας στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, το Λεόντειο παύει να λειτουργεί, όπως όλα τα σχολεία λόγω βομβαρδισμών καταρχάς και κατόπιν λόγω ξενικής κατοχής.
Η μεταφορά του σχολείου ξεκίνησε το 1961, αλλά ολοκληρώθηκε το 1962. Η οικοδόμηση του κτηριακού συγκροτήματος περατώθηκε το 1965, ενώ την ίδια χρονιά έγιναν και τα επίσημα εγκαίνια από τον τότε Υπουργό Παιδείας Στέλιο Αλλαμάνη.
Το 1962, μάλιστα, το νέο σχολικό κτηριακό συγκρότημα επισκέφθηκε και ο τότε Πρόεδρος της Γαλλικής Δημοκρατίας, Charles De Gaulle, στο πλαίσιο επίσκεψής του στην Ελλάδα.
Στα πρώτα χρόνια λειτουργίας του Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης στο τιμόνι βρίσκονται αξιόλογοι και δυναμικοί Frères, που πραγματικά δίνουν στο εκπαιδευτικό έργο νέα ώθηση.
Πιο συγκεκριμένα, την εξαετία 1963 – 1969 Διευθυντής είναι ο Fr. Joseph, επιβλητικός, αλλά και γλυκομίλητος, ο οποίος πρωτοστάτησε και στην ανέγερση του καινούριου σχολείου.
Το 1963 ιδρύεται στον ίδιο χώρο της Νέας Σμύρνης το Δημοτικό «Χρυσόστομος Σμύρνης», το οποίο είναι διοικητικά ανεξάρτητο από το συγκρότημα του Λεοντείου, παιδαγωγικά όμως εμπνέεται από τις ίδιες αρχές της Μαριανής Παιδαγωγικής.
Από το 1969 γίνεται Διευθυντής ο Fr. Pascal έως και το 1976 και αργότερα από το 1979 έως και το 1985.
Το 1979 το Δημοτικό «Άγιος Διονύσιος» του Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης αποκτά επίσης στον ίδιο χώρο δικό του ανεξάρτητο οικοδομικό συγκρότημα, το οποίο συμπληρώνεται το 1995 με νέα πτέρυγα με πολλές βοηθητικές αίθουσες και το 1998 με θέατρο 500 θέσεων για τις πολιτιστικές εκδηλώσεις.
Το 1985 τη σκυτάλη της Διεύθυνσης του Λεοντείου Λυκείου Νέας Σμύρνης παίρνει μια εμβληματική μορφή, ο Fr. Pierre Φώσκολος.Τον Σεπτέμβριο του 1986 παρουσιάζεται μια νέα κατάσταση για τα Λεόντεια σχολεία, καθώς επιβάλλεται από τον νόμο 1566/85 όλες οι σχολικές μονάδες να καταστούν μεικτές. Κι ενώ έως τότε στις βαθμίδες του Γυμνασίου και Λυκείου φοιτούσαν μόνο αγόρια, σταδιακά κάνουν την εμφάνισή τους οι πρώτες μαθήτριες.
Στις 29 Δεκεμβρίου 1988, η Ακαδημία Αθηνών απέμεινε σε πανηγυρική της συνεδρία στο Λεόντειο Λύκειο Νέας Σμύρνης, το Αργυρό Μετάλλιο και Τιμητικό Δίπλωμα για τα 150 χρόνια προσφοράς του στον αγώνα για τη βελτίωση της Παιδείας των Ελλήνων.
Σημαντικές αλλαγές συντελούνται πλέον, από το 2000 και μετά, και στις διοικήσεις των Λεοντείων σχολείων. Τη χρονιά αυτή ορίζονται σε θέσεις Γενικών Υποδιευθυντών μαζί με τους Frères και Λαϊκοί καθηγητές από το προσωπικό των δύο σχολείων.
Από το 2004 έως σήμερα στη Γενική Διεύθυνση του Λεοντείου Λυκείου Πατησίων βρίσκονται μόνο Λαϊκοί, περιστοιχιζόμενοι από ένα Διοικητικό Συμβούλιο.
Το ίδιο πλέον συμβαίνει από το 2014 και μετά, και στο Λεόντειο Λύκειο Νέας Σμύρνης. Η νέα αυτή αλλαγή διεξάγεται στο πλαίσιο του ανοίγματος του Μαριανού Τάγματος και στους Λαϊκούς, ώστε Αδελφοί και Λαϊκοί μαζί, ως μια παγκόσμια Μαριανή Κοινότητα να υπηρετήσουν το όραμα του Μαρκελλίνου Champagnat.
Σήμερα στα δύο δημοτικά «Άγιος Διονύσιος» και «Χρυσόστομος Σμύρνης» και στο Γυμνάσιο-Λύκειο της Λεοντείου Σχολής Νέας Σμύρνης φοιτούν περίπου 2.000 μαθητές.
Aρχείο ΕΑΛΛ :Αναστασία Ασλάνογλου