XΟΡΗΓΟΣ whitetip

Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας Λεοντιδεύς

Please log in or register to like posts.
News

Ενας Λεοντιδέας…ήταν και ο Νίκος Χατζηκυριάκος Γκίκας…

Ο Νικόλαος Χατζηκυριάκος Γκίκας γεννήθηκε στην Αθήνα στις 26/2/1906. Το διαμέρισμα που γεννήθηκε βρισκόταν στην οδό Κοραή, ακριβώς πάνω από το βιβλιοπωλείο Εστία. Μοναχοπαίδι από εύρωστη οικογένεια με πολύ ισχυρές γνωριμίες. Κυρίως πολιτικές, η οποίες ήταν το στήριγμα της καριέρα του. Ο πατέρας του, Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, καταγόταν από οικογένεια καπεταναίων από τα Ψαρά, με δυναμική παρουσία από τον 18ο αιώνα. Από το 1916-1918 διετέλεσε αρχηγός στόλου. Κατά την Μικρασιατική καταστροφή, ο Αλέξανδρος Χατζηκυριάκος, ήταν αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού και είχε αναλάβει την αναδιοργάνωση του και είχε αναλάβει πολλές φορές το Υπουργείο Ναυτιλίας. Ήταν ένας αυταρχικός πατέρας που σημάδεψε βαθιά τον μικρό Νικόλαο. Ο ζωγράφος τον περιγράφει: «Ήταν θυμώδης, που τρόμαζε όλο τον κόσμο…… ένα είδους σατράπη μέσα στο σπίτι.» και αλλού τον περιγράφει «Ήταν σαν μπαμπούλας».
Διηγείται μάλιστα ένα περιστατικό όπου ενώ καθόταν μικρός στο περιβόλι του εξοχικού του, ξαφνικά, ανοίγει η πόρτα της κουζίνας και βλέπει να πετιόνται από τον πατέρα του έξω όλα τα έπιπλα και να σπάνε με πάταγο, ενώ συνέχιζε να τα κλωτσάει έξαλλος και να τα πετάει με ορμή στο περιβόλι. Ο μικρός αναφέρει ότι είχε μείνει αποσβολωμένος. Όλοι φανταζόμαστε τον τρόμο του παιδιού. Και επειδή ένιωθε αδύναμος να παλέψει με τον τρόμο της βίας του πατέρα του, κατέληξε να ενστερνιστεί την αποτελεσματικότητα της. Θαύμαζε τον πατέρα του για το βίαιο ταπεραμέντο του. «Ήταν πάρα πολύ δυναμικός, μου έκανε εντύπωση και τον λάτρευα», έλεγε. Από εκεί και μετά, ο Νίκος λάτρευε ότι έμοιαζε με τον πατέρα του. Από ανθρώπους ως και καθεστώτα, όπως για παράδειγμα την δικτατορία στην Ελλάδα. Η μητέρα του Νίκου αντιθέτως, ήταν «γλυκιά και μορφωμένη», «ήρεμος άνθρωπος με μεγάλη ευαισθησία. Αυτή η ευαισθησία την έκανε να φαίνεται κάπως κρύα και αυτό εξηγείται από τον χαρακτήρα του πατέρα μου που ήταν βίαιος και δυναμικός και έτσι η μητέρα μου ήταν υποχρεωμένη να κρατά μια στάση πιο κλειστή, όπως άλλωστε και εγώ. Αυτή η βιαιότητα που είχε ο πατέρας μου, με έκανε εμένα να είμαι μάλλον ήρεμος, μάλλον κλειστός..» μας λέει σε συνέντευξη του στην ΕΡΤ στην εκπομπή Μονόγραμμα το 1984. Η μητέρα του καταγόταν από πλούσια οικογένεια με πολλά καράβια στην κατοχή τους επί τουρκοκρατίας. Και για την ιστορία, ένας πρόγονος της οικογένειας το 1821, ο Γιάννης Γκίκας, συμμετείχε ενεργά στον αγώνα της ελευθερίας της Ελλάδος με τα καράβια του και προσέφερε ένα πολύ μεγάλο ποσόν για τον σκοπό, έχοντας απέναντι του τον πατέρα του. Όμως απειλώντας τον ότι θα κάψει το σπίτι του, ο Γιάννης κατάφερε να τον πείσει να συμμετάσχει στον αγώνα.
Ο Νικόλαος Γκίκας αναφερόταν συχνά στα παιδικά του χρόνια. Στον πατέρα του, τη μητέρα του, το εξοχικό τους στην Ύδρα που περνούσαν τα καλοκαίρια, τις μεγάλες τους βόλτες στο τότε πανέμορφο Φάληρο, την ανείπωτη απογοήτευση του πατέρα του όταν έμαθε από τους γιατρούς ότι ο γιός του δεν θα μπορούσε να γίνει αξιωματικός σαν και αυτόν λόγω μυωπίας.
Η κλίση του Νίκου για την ζωγραφική εμφανίστηκε από τεσσάρων ετών. Η πρώτη αναγνώριση των σχεδίων του ήρθε από τον πατέρα του. Καθοριστική στιγμή. «Τον εντυπωσίασα!!» μας λέει ο ίδιος, πηδώντας από την χαρά του για την αναγνώριση του από τον σκληρό και βίαιο πατέρα του. Μετά από αυτό, κατευθύνθηκε στην ζωγραφική. Στα έξι του, είχε μετατρέψει την ντουλάπα του σε σκηνικό. Συγγενείς, φίλοι, γείτονες, όλοι ενίσχυσαν το παιδί του ισχυρού πατέρα γιατί εκτός των άλλων τους βοηθούσε το να του γίνονται αρεστοί. Έτσι έδειχναν τον θαυμασμό στον γιο για το εγχείρημα του και του έδιναν παραγγελίες με αντάλλαγμα «έναν μπακλαβά ή ένα κουτί σοκολάτες, ένα βιβλίο ή μολύβια, τετράδια ή και φωτογραφίες με έργα τέχνης».
Έντεκα χρονών κάνει την πρώτη του έκθεση ζωγραφικής στο σπίτι του σε πολύ στενό κύκλο. Πούλησε όλα τα έργα του στους συγγενείς και μάλιστα πάνω από 35 δεκάρες το καθένα. Και στο σχολείο οι δάσκαλοι του τον επιβράβευαν. Οι γονείς του πλήρωσαν δάσκαλο ζωγραφικής να τον διδάξει. Ήταν ο Βασίλης Μαγιάσης, θαλασσογράφος, τοπιογράφος. Έκαναν μόνο 3 μαθήματα στην ύπαιθρο. Του έδειξε υποτυπώδες σχέδιο και ως προς το χρώμα, πώς να χειρίζεται την λαδομπογιά. Δυο χρόνια μετά, το 1919 γράφεται στο λύκειο Janson de Sailly στο Παρίσι. Το 1920 επιστρέφει για λόγους υγείας. Εγγράφεται στο Λεόντειο Λύκειο και κάνει μαθήματα σχεδίου με τον γάλλο ζωγράφο (ζωγράφο ζώων) Paul Jouve. Εκείνη τη χρονιά ταξιδεύουν οικογενειακώς στην Κωνσταντινούπολη, επισκέφτηκε τα μουσεία της, της εκκλησίες της, θαύμασε τα μνημεία της και παράλληλα τον αναλαμβάνει στο σχέδιο ο ακαδημαϊκός και αρχιτέκτονας Βασίλης Κουρεμένος, ένας πολύ στενός οικογενειακώς τους φίλος.
Μέσω τον γνωριμιών της οικογένειας του, ο Νίκος γνωρίζει τον Κωνσταντίνο Παρθένη το 1921 και όπως λέει ο ίδιος, μέσω αυτού του δασκάλου «εισήχθη εις την τέχνη από την μεγάλη πόρτα». Έκανε 10 μαθήματα που του άνοιξαν τους ορίζοντες για το φώς και τα αντικείμενα, το γεωμετρικό σχέδιο και τα χρώματα. Έχει αξία να αναφέρω τα λόγια του Παρθένη σχετικά, μας λέει. «Στα αντικείμενα, δεν υπάρχει ένα γεωμετρικά εξακριβωμένο σχέδιο, γιατί η φόρμα του αλλοιώνεται στα μάτια μας από τον φωτισμό… Ένα αντικείμενο που το φώς πέφτει πάνω του αποκτά μεγαλύτερες διαστάσεις στα μάτια μας και στο τελάρο, από εκείνες που πραγματικά έχει. Οι διαστάσεις λοιπόν, μεγαλώνουν και μικραίνουν ανάλογα με το φώς». Αυτό δεν συμβαίνει και με τους ανθρώπους στην πραγματική ζωή;
Το 1922 παίρνει το μπακαλορεά από την Λεόντειο. Γράφεται στην φιλοσοφική Αθηνών αλλά δεν φοιτά. Φεύγει για το Παρίσι και εγγράφεται στην φιλοσοφική της Σορβόννης. Σπουδάζει Γαλλική, Ελληνική φιλολογία και αισθητική, γιατί από μικρό του άρεσε η λογοτεχνία και έγραφε. Παράλληλα με τις σπουδές του, παρακολουθούσε εκθέσεις τέχνης. Έγραφε μικρά δοκίμια ηθικού ή κοινωνικού περιεχομένου, εισαγωγές σε βιβλία αλλά και κριτικές που δημοσίευε ο καθηγητής του Roussel στο περιοδικό Libre. Ένα από αυτά είναι μια κριτική δυσμενέστατη για το ποίημα του Βάρναλη «Το φως που καίει». Εκείνη τη περίοδο ξεκινά να γράφει 2 μυθιστορήματα. Ήταν τρόπος έκφρασης όπως μας λέει. Τα ολοκληρωμένα λογοτεχνικά του έργα συγκεντρώνονται στα βιβλία «Καραγκιόζ», «Τα όνειρα», «Το χαλί που παίζαμε».
Φοιτά και στην ελεύθερη ακαδημία τέχνης του Ranson όπου εκεί η τεχνοτροπία βασιζόταν στις αρχές του Θεοτοκόπουλου, του Σεζάν και του Πουσίν. Εκεί είχε δάσκαλο του στην χαρακτική τον Δημήτρη Γαλάνη όπου συνέχισε τα μαθήματα μαζί του και μετά το 1926 που αποφοίτησε.
Ο Γκίκας καλλιεργούσε επαφές με πάρα πολύ πλούσιους αστούς και ανθρώπους της τέχνης. Ήταν ένας νέος με ιδιαίτερα αριστοκρατικό ύφος, φορούσε πανάκριβα ρούχα και κυκλοφορούσε με ένα πολύ ακριβό μπαστούνι όπως συνήθιζαν οι αριστοκράτες. Βαθιά φιλία είχε με τον γιατρό Άγγελο Κατακουζηνό, επισκεπτόταν συχνά τον φιλότεχνο Νίκο Μαζαράκη εξ Αιγύπτου, και είχε καθημερινές συναντήσεις για χαρτιά, τάβλι και κουβέντα με τον Βάρναλη όπου σε μια από αυτές ο ποιητής του λέει «Βρε ποιος είναι αυτός ο Χατζηκυριάκος; Θα τον ξέρεις εσύ. Βρε τον άτιμο, μου έγραψε μια κριτική για το μεγάλο μου ποίημα που έγραψα με το επώνυμο Δήμος Τανάλιας στην Αλεξάνδρεια το 1922 «Το φώς που καίει»… Ήθελα να ξέρω ποιος είναι αυτός. Γι’ αυτό σε ρωτώ μήπως τον ξέρεις που έχετε το ίδιο όνομα». Ο Νίκος του απαντά «Πώς δεν τον ξέρω αφού εγώ είμαι που το έγραψα. Και μάλιστα είχα την εντύπωση πως έγραψα μάλλον με επιείκεια μια καλή κριτική, ευνοϊκή δηλαδή.». Ο Βάρναλης έμεινε εμβρόντητος.
Το 1925 αναπτύσσει ερωτική δεσμό με την ασθενικής σωματικά φύσης ποιήτρια Τίγκη ή αλλιώς Αντιγόνη Μπούμπουλη. Την πήγαινε στους καλύτερους γιατρούς της εποχής του.
Στην Γαλλία ο Γκίκας γνώρισε τους εκπροσώπους της μοντέρνας τέχνης. Τα μεγαλύτερα ονόματα: Ματίς, Πικάσο (για τη βιογραφία του πατήστε εδώ), Μπρακούνσι, Μούρ κτλ.. Ο ελληνικής καταγωγής κριτικός τέχνης Cristian Zervos ανέλαβε την ανάδειξη του στον χώρο. Εξέθετε έργα του στην γκαλερί του και παρουσίασε έργα του στο περιοδικό του Cahiers d’Art όπως και άρθρα του Γκίκα για την τέχνη. Είχε συχνή συμμετοχή στα σαλόνια των Ανεξάρτητων και των Υπέρ ανεξάρτητων, όπως ήθελαν να λέγονται.
Η πρώτη του έκθεση έγινε στην γκαλερί Percier το 1927. Την έκθεση επισκέφτηκε και ο Πικάσο. Η αναγνώριση ήρθε εύκολα. Ο γαλλικός τύπος γέμισε με καλές κριτικές για τον Γκίκα. Οι συλλέκτες έτρεχαν να αγοράσουν έργα του καθώς ο μέγας κριτικός τέχνης Maurice Raynal τον εξυμνούσε.
Το 1928 ο Γκίκας γυρίζει στην Ελλάδα. Παρουσιάζει τα έργα του στο κοινό της Αθήνας. Εκεί θα τον επισκεφτεί ο Δημήτρης Πικιώνης (αρχιτέκτονας). Γίνονται φίλοι και ο Νίκος σταδιακά θα επηρεαστεί στο έργο του από τον Πικιώνη.
Απρίλη του 1929 παντρεύεται την Τίγκη που ήταν αρκετά χρόνια μεγαλύτερη του, πράγμα που δυσανασχετούσε τους γονείς του και έφερναν αντιρρήσεις για αυτό τον γάμο. Ο ίδιος την έβρισκε δυναμική και ταλαντούχα. “Ήταν πολύ έξυπνη, αισθανόταν, είχε δηλαδή μιαν αυθόρμητη γνώση”. Σχεδόν αμέσως εγκαθίστανται στη Γαλλία μέχρι το 1934. Ο Γκίκας εκθέτει αρκετά συχνά έργα του σε Αθήνα και Παρίσι.

1934. Είκοσι οχτώ χρονών γυρίζει στην Ελλάδα και μέχρι το 1940 εγκαθίσταται στο πατρικό του. Είχε πια πανευρωπαϊκή φήμη αφού τον συμπεριλάμβαναν σε λευκώματα μαζί με τον Πικάσο, τον Καντίνσκυ( για να δείτε την βιογραφία του πατήστε εδώ), Τον Τζίορτζιο ντε Κίρικο, τον Τζιακομέτι, Μιρό κτλ.. Στην Ελλάδα όχι μόνο αδιαφορούσαν για την μοντέρνα τέχνη, αλλά ήταν και αρνητικό το κλίμα ως προς αυτήν. Ο Γκίκας θέλει να κάνει τα πάντα για να την κάνει γνωστή. Εξ’ άλλου, με αυτήν είχε διακριθεί στο εξωτερικό. Συνέπεσε το γνωστό αίτημα της γενιάς του ’30 για την ελληνικότητα. Αναπτύσσει σχέσεις ανάλογες ως προς αυτόν τον αγώνα. Ζωγράφους και ποιητές. Παλαμάς, Ελύτης, Θεοτοκάς, Εμπειρίκος, Σεφέρης, Henri Miller… Το μεγάλο του εξοχικό στην Ύδρα γίνεται ο τόπος συνάντησης τους όπου συζητούσαν ατέρμονα για την αρχαία Ελλάδα, το Βυζάντιο και τις επιρροές του στο σήμερα. Ο Γκίκας, μέσα σε αυτήν την ατμόσφαιρα θα εκδώσει μαζί με τους Πικιώνη, Σπύρο Παπαλουκά, Στρατή Δούκα και Σωκράτη Καραντίνο το περιοδικό «Τρίτο Μάτι». Στόχος τους ο πλουραλισμός.
Παράλληλα, Γκίκας και Πικιώνης κινούνται στην κατεύθυνση να σώσουν κάποια νεοκλασικά κτήρια και να αναδείξουν την λαϊκή τέχνη. Αποτυχία πλήρης.
Το 1937, ο Γκίκας κερδίζει το αργυρό μετάλλιο στην Παγκόσμια έκθεση στο Παρίσι. Δραστηριοποιείται σκηνογραφικά. Πρώτα στο έργο του Σαίξπηρ «Όπως αγαπάτε» όπου ανέλαβε σκηνικά και κουστούμια στο θέατρο Κοτοπούλη, έπειτα σε έργο του Μολιέρου κτλ…
Το 1938 εικονογραφεί την ¨Οδύσσεια» του Καζαντζάκη.
1940. Ο πόλεμος. Επιστρατεύεται στην Μηχανική Υπηρεσία Στρατού.
30 Ιανουαρίου 1942 εκλέγεται καθηγητής στη σχολή αρχιτεκτόνων ΕΜΠ ομόφωνα. Ο Πικιώνης τον είχε βοηθήσει καθοριστικά σε αυτό.
Δεκέμβρης 1945. Ο Γκίκας ταξιδεύει στην Γαλλία. Θα επικεντρωθεί στην διεθνή του καριέρα. Στην Αθήνα σκηνογραφεί παράλληλα σε μεγάλες παραστάσεις του Εθνικού.
Ταξιδεύει στην Αμερική και έπειτα το 1958 στην Άπω Ανατολή που γοητεύεται! Από καθηγητής πολυτεχνείου παραιτείται. Βαριέται λέει να διδάσκει τα ίδια και τα ίδια. “Η επανάληψη είναι βαρετό πράγμα”. Ίσως να μην ένιωθε ότι είχε κάτι σημαντικό να τους μεταφέρει, αλλά πρέπει να υπολόγισε και ότι ο μισθός του ήταν λιγοστός σε σχέση με τα κέρδη του από τις εκθέσεις στο εξωτερικό. Ο ζωγράφος Τέτσης (που σχεδόν συνομήλικος του και αυτός καθηγητής την ίδια περίοδο) μας λέει πως σαν δάσκαλος ο Γκίκας «δίδασκε την πειθαρχία και την αυστηρότητα».
Το 1959, ο Γκίκας γνωρίζει την ήδη 2 φορές παντρεμένη Barbara Warner. Ο πρώτος της άντρας ήταν ο Victor Rothschild. Η Barbara είχε ένα γιο με τον Victor που ήταν πρόεδρος της Εθνικής Πινακοθήκης της Αγγλίας. Ο πατέρας και ο αδελφός της ήταν μεγαλοδικηγόροι και επικεφαλείς της μεγαλύτερης γκαλερί στο Λονδίνο και η μητέρα της ήταν φίλη με τα πιο ισχυρά πρόσωπα και μέλος των πιο σπουδαίων καλλιτεχνικών κύκλων.
Το 1961 χωρίζει την Τίγκη για να παντρευτεί την Barbara και να μπει στους μεγαλύτερους και ισχυρότερους οικονομικά, κοινωνικά και καλλιτεχνικά κύκλους. Γνωρίζει τον Φράνσις Μπέικον, τον Λούσιαν Φρόιντ και άλλους… Όλες οι γκαλερί της Αγγλίας του άνοιγαν αμέσως τις πόρτες τους όπου συμμετείχε με έργα του και του έδιναν και άλλο χρήμα και άλλες γνωριμίες και άλλη δύναμη και βέβαια αποδοχή από τους κριτικούς τέχνης.

Εκείνη την εποχή, 6/12/1961, το αρχοντικό του στην Ύδρα πιάνει φωτιά και κάηκε ολοσχερώς και όσα έργα του είχε μέσα. Ίσα που το είχε ανακαινίσει. Ο Γκίκας συνετρίβει γιατί ήταν το σπίτι των παιδικών του χρόνων. Ήταν οι αναμνήσεις του.
Παράλληλα με όλες τις δράσεις του, ο Γκίκας εικονογραφεί το 1966 «Τα ποιήματα» του Καβάφη.
Το 1968 ήταν μια ξεχωριστή χρονιά για αυτόν. Στο Λονδίνο, στη γκαλερί Whitechapel οργανώθηκε προς τιμήν του (χάρη στον φίλο του Bryan Roberson) μια πολύ μεγάλη αναδρομική έκθεση του με 100 έργα του. Επισφραγίστηκε έτσι η αναγνωσιμότητα του στο ευρύ αγγλικό κοινό.
1969 εικονογραφεί την «Αμοργός» του Γκάτσου με 4 σχέδια.
1970 εικονογραφεί το «Δάφνις και Χλόης» με 5 ακουαρέλες.
Από εδώ και πέρα, ο Γκίκας εξέθετε έργα του σε Ελλάδα και Αγγλία.

Το 1971 του απονέμεται το Αριστείο Καλών Τεχνών της Ακαδημίας των Αθηνών. Το 1974 γίνεται τακτικό μέλος της.
Το 1973 έγινε ο πρώτος καλλιτέχνης που η Εθνική Πινακοθήκη οργανώνει αναδρομική έκθεση με 164 έργα του. Το αιτιολόγησε λέγοντας ότι παλιότερα δεν υπήρχε χώρος για τέτοιες αναδρομικές στην Πινακοθήκη, ότι γενικότερα έχει αλλάξει η νοοτροπία για τους νεωτεριστές όπως τον ίδιον, και ότι αφορμή για αυτή την αναδρομική στάθηκε η απονομή του αριστείου από την ακαδημία που αναφέραμε ήδη.
Ο Γκίκας μέχρι να πεθάνει, μονοπωλούσε. Και άλλες τιμές, και άλλες εκθέσεις, τα έργα του μπήκαν σε μεγάλες συλλογές και μουσεία της Ελλάδας και του εξωτερικού.
Πεθαίνει το 1994 σε ηλικία 88 ετών στο σπίτι του στην Κριεζώτου αριθμός 3, όπου σήμερα είναι εκθεσιακός χώρος των έργων του, του ατελιέ του κτλ. σε συνεργασία με το Μουσείο Μπενάκη.

 

Σου αρέσει αυτό το άρθρο, κανε μας like!

Please log in or register to like posts.