XΟΡΗΓΟΣ whitetip

Οι πρώτες ώρες του πολέμου …όπως τις κατέγραψε στη μνήμη του ένας μαθητής της Λεοντείου εκείνης της εποχής

Please log in or register to like posts.
News

Απόσπασμα απο το Βιβλίο του Καρολου Βράτιτς “Απο τη χαραμάδα”

Εκδ. Ενωση Αποφοίτων Λεοντείου.

Και ξαφνικά όλα άλλαξαν

Εκείνο το πρωί ξύπνησα πιο νωρίς, λίγη ώρα πριν από το χτύπημα του μεγάλου μεταλλικού ξυπνητηριού που το είχα βάλει μέσα σε πιάτο για ν’ ακούγεται καλύτερα. Αυτό έγινε ίσως από την έννοια που είχα, επειδή δεν είχα καθαρογράψει στο τετράδιο την έκθεση για την αποταμίευση που είχα γράψει το βράδυ προτού νυστάξω.

Πετάχτηκα πάνω, κάθισα στο τραπέζι και άρχισα να γράφω. Ήταν Δευτέρα πρωί και οι Δευτέρες είναι πάντα δύσκολες για τους μαθητές. Δεν πρόλαβα όμως καλά καλά ν’ αρχίσω και ξαφνικά άρχισαν να σφυρίζουν δαιμονισμένα όλες οι σειρήνες της Αθήνας μαζί.

«Τι γίνεται; Τι γίνεται;» ρώτησα τον αδερφό μου, που μόλις είχε ξυπνήσει. «Πάλι δοκιμές κάνουν;»

«Ίσως να είναι αιφνιδιαστικές δοκιμές», είπε εκείνος, «αλλά θα έπρεπε να μας έχουν ειδοποιήσει».

Σηκώθηκε και όπως ήταν ακόμα νυσταγμένος, άνοιξε το ραδιόφωνο. Μόλις τέλειωσε ένα εμβατήριο που έπαιζε, ακούστηκε η φωνή του εκφωνητή να λέει: «Από σήμερον η χώρα μας βρίσκεται σε εμπόλεμο κατάσταση με την Ιταλία. Αργά τη νύχτα, ο Ιταλός πρεσβευτής Γκράτσι επεσκέφθη τον πρωθυπουργό της Ελλάδος, Ιωάννη Μεταξά, και του επέδωσε τελεσίγραφο, απαιτώντας την είσοδον των ιταλικών στρατευμάτων στη χώρα μας Το τελεσίγραφο έγραφε να επιτραπούν η είσοδος και η κίνηση των ιταλικών στρατευμάτων μέσα στον ελλαδικό χώρο για την ασφάλεια της Νότιας Ευρώπης, από τυχούσα αγγλική απόβαση. Στην πραγματικότητα ο Γκράτσι, για να πετύχει τον σκοπό του, επέλεξε να γίνει αυτή η συνάντηση νύχτα, για να τον πιάσει στον ύπνο όπως όπως θα λέγαμε. Όταν ο Μεταξάς διάβασε το τελεσίγραφο κοίταξε τον πρεσβευτή και του είπε: “Ώστε θα έχουμε πόλεμο, κύριε πρεσβευτά;”

“Αυτό εξαρτάται από εσάς, κύριε πρωθυπουργέ!”

“Εφόσον εξαρτάται από εμένα, ως Έλληνας έχω καθήκον να σας πω… ΟΧΙ!, κύριε πρεσβευτά”.

“Βλέπω πως δεν υπάρχουν στοιχεία κάποιας συνεννοήσεως, γι’ αυτό θα μου επιτρέψετε να αποχωρήσω!”»

Σε λίγη ώρα, συνέχισε ο εκφωνητής: «Ο βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος Β΄ θα απευθύνει σε λίγο διάγγελμα προς τον ελληνικό λαό», και τα εμβατήρια ξανάρχισαν.

Είχαμε μείνει όλοι μας αποσβολωμένοι και κοιτούσε ο ένας τον άλλο. Η μάνα μας είχε σταθεί πίσω από τη μισάνοιχτη πόρτα και άκουγε αμίλητη.

«Μπράβο», είπε αδερφός μου, «παρόλο που λένε πως ο Μεταξάς είναι γερμανόφιλος, πήγε κόντρα στον Μουσολίνι, μπράβο του. Τι να πω, δεν ξέρω, ίσως να μην μπορούσε να κάνει κι αλλιώς, γιατί σ’ αυτή την περίπτωση αυτά που μετράνε πρώτα είναι η ανεξαρτησία του τόπου μας και η θέληση του λαού μας».

Το ραδιόφωνο κάθε τόσο σταματούσε τα εμβατήρια και έδινε πληροφορίες για την επιστράτευση. Μετά είπε πως «από σήμερον τα σχολεία θα παραμείνουν κλειστά επ’ αόριστον».

Γύρισα στο τραπέζι να μαζέψω το τετράδιό μου. Το μόνο που είχα προλάβει να γράψω ήταν το «Εν Αθήναις τη 28η Οκτωβρίου 1940».

«Να δούμε τώρα τι θα γίνει», είπε η μάνα με έντονη την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό της. «Δηλαδή έχουμε πόλεμο; Αληθινό πόλεμο;» ρωτούσε και ξαναρωτούσε, σαν να μην το πίστευε.

Χιλιάδες σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό μου. Πώς θα είναι άραγε ο πόλεμος από κοντά; Μήπως υπάρχει φόβος και να σκοτωθούμε; Ντύθηκα αμέσως και βγήκα στον δρόμο. Όλος ο κόσμος είχε βγει στις πόρτες του και γίνονταν ατέλειωτες συζητήσεις. Τα λίγα ραδιόφωνα που υπήρχαν ακούγονταν δυνατά από τα ανοιχτά παράθυρα και αυτοί που περνούσαν περπατούσαν πολύ γρήγορα, σαν κάτι να ήθελαν να προλάβουν.

Μια φασαρία από ανθρώπινες φωνές άρχισε ν’ ακούγεται από την οδό Ακαδημίας, που όλο πλησίαζε. Έτρεξα αμέσως στη γωνιά και είδα ένα συλλαλητήριο από φοιτητές και μεγαλύτερους άντρες, που φώναζαν συνθήματα με ενθουσιασμό, τραγουδούσαν τον εθνικό ύμνο και ζητούσαν να πολεμήσουν για την πατρίδα. Σε λίγο μια στρατιωτική μπάντα πέρασε στην Ακαδημίας παίζοντας εμβατήρια.

Μέσα στην αναμπουμπούλα του δρόμου, είδα τον Βασίλη και τον Σταύρο, ακόμη και τον ψηλό τον Ανδρέα, τον Αριστοκράτη, όπως τον είχαμε βαφτίσει γιατί έβγαινε σπάνια στη γειτονιά. Όλοι φαινόταν ξεσηκωμένοι σαν και μένα από όσα ακούγαμε γύρω μας, ενώ στα μπαλκόνια μία μία ξεφύτρωναν οι ελληνικές σημαίες. Γύρισα αμέσως στο σπίτι να βάλω και τη δική μας, αλλά ο αδερφός μου την είχε ήδη βάλει.

Ο κυρ Μιχάλης, ο διπλανός θυρωρός, ήταν από τους χωρικούς που είχαν αφήσει τα κτήματα στο χωριό τους και ήρθαν στην Αθήνα για να γίνουν θυρωροί ή καστανάδες. Είχε ακούσει από το ράδιο πως έπρεπε να παρουσιαστεί, είχε γυαλίσει το μάτι του και συνεχώς μονολογούσε: «Τ’ς πούστ’δες τ’ς Ιταλοί, θα τ’ς γαμήσ’με τη μάνα που τ’ς πέταγε». Ο κυρ Μιχάλης ήταν έτοιμος για όλα.

Δύο ώρες μετά, στις δέκα και τέταρτο το πρωί, οι σειρήνες άρχισαν πάλι να σφυρίζουν δυνατά. «Γρήγορα στα καταφύγια», ακουστήκαν φωνές. «Είναι αληθινός συναγερμός, είναι πόλεμος». Ακούστηκαν τρεχάλες και ποδοβολητά στον δρόμο. Η μάνα μου βγήκε σαν τρελή, αχτένιστη, για να με συμμαζέψει και σε λίγα λεπτά ο δρόμος ήταν έρημος.

«Δεν θ’ απομακρυνθείς καθόλου απ’ την πόρτα», μου είπε, «και αν ακουστεί το παραμικρό, θα τρέξουμε στο διπλανό μας καταφύγιο».

Κάθισα στο κατώφλι και τα μάτια μου χτένιζαν τον ουρανό. Ήταν μια καταγάλανη και λαμπερή μέρα, με τόση ησυχία, που σαν κάτι παράξενο να μας έκρυβε εκείνη η στιγμή. Σε λίγο ένας πολύ μακρινός βόμβος αεροπλάνων σαν ν’ ακούστηκε και τα αντιαεροπορικά του Λυκαβηττού άρχισαν να βροντούν. Μικρά στρογγυλά συννεφάκια σαν μαύρα κουνουπιδάκια άρχισαν να εμφανίζονται το ένα μετά το άλλο στον ουρανό και κάτι τακ τακ ακούγονταν από τις ταράτσες, την άσφαλτο και τα κεραμίδια.

«Μπες πιο μέσα», είπε ο αδερφός μου, «γιατί, αν σου έρθει στο κεφάλι κανένα θραύσμα απ’ τις οβίδες, πάει σχόλασες. Αυτοί πετάνε πολύ ψηλά και δεν τους φτάνουν τ’ αντιαεροπορικά. Ίσως να κάνουν μια επίδειξη ισχύος σήμερα πάνω από την Αθήνα. Πολλοί όμως πιστεύουν πως έχει γίνει διεθνής συμφωνία να μη βομβαρδιστεί η Αθήνα για τ’ αρχαία της».

Σε λίγη ώρα τα κανόνια του Λυκαβηττού σταμάτησαν, ενώ συνέχισαν να ακούγονται κάτι πολύ μακρινά και μετά ησυχία. Πέρασαν πέντε λεπτά, οι σειρήνες άρχισαν πάλι το μακρόσυρτο σφύριγμα της λήξης του συναγερμού και ο κόσμος έβγαινε δειλά δειλά απ’ τα καταφύγια.

Αισθάνθηκα για πρώτη φορά στη ζωή μου πως αποδώ και πέρα έπρεπε να είμαι πια υπεύθυνος για τον εαυτό μου και να επιστρατεύσω όλες τις δυνατότητές μου, όσες περνούν απ’ το χέρι μου, για να επιβιώσω αν χρειαστεί.

Κατά τις δώδεκα πέρασαν απ’ όλα τα σπίτια ένας αστυφύλακας και δύο φαλαγγίτες και έλεγαν να κατεβούμε όλοι στις τρεις το μεσημέρι στα γειτονικά μας καταφύγια για μια τελική δοκιμή. Οι ηλικιωμένοι θα κάθονταν στις καρέκλες και οι υπόλοιποι στις σανίδες ή στα σκαλοπάτια. Η κατάβαση θα γινόταν ήρεμα, χωρίς πανικό και σπρωξίματα, η έξοδος θα γινόταν μετά τη λήξη του συναγερμού και όλοι έπρεπε να υπακούσουν στις συστάσεις των υπεύθυνων της αεράμυνας.

Σε όλες τις πλατείες που υπήρχαν παρτέρια, στα πάρκα, ακόμη και στα οικόπεδα, εργάτες και τα τάγματα εργασίας της ΕΟΝ, έσκαβαν ορύγματα ζιγκ ζαγκ για να κρύβονται οι περαστικοί σε περίπτωση βομβαρδισμού.

Τραμ, λεωφορεία και φορτηγά ήταν ξεχειλισμένα από νέους άνδρες που με τραγούδια και ενθουσιασμό πήγαιναν να καταταχθούν, ενώ άλλοι ντυμένοι με χακί στολές προχωρούσαν με γρήγορο βηματισμό για τον σταθμό Λαρίσης. Το ραδιόφωνο συνέχιζε να δίνει οδηγίες για την επιστράτευση και την αεράμυνα. «Σύσσωμο το έθνος αντιμετωπίζει με ομοψυχία τον φασιστικό εισβολέα», έλεγε ο εκφωνητής. «Τα ελληνικά νιάτα θα προτείνουν πάλι τα στήθη τους, για να προστατεύσουν τα ιερά χώματα της πατρίδος μας, που με τόσους αγώνες έχουμε κρατήσει/. Μετά άρχισε ο εθνικός μας ύμνος και οι περαστικοί που τον άκουγαν από τ’ ανοιχτά παράθυρα στεκόταν ακίνητοι και συγκινημένοι.

Όταν ξαναπέρασε η στρατιωτική μπάντα με τα εμβατήρια, με μεγάλο ενθουσιασμό βημάτιζα δίπλα της και έβαζα εκείνη τη στιγμή τον εαυτό μου μέσα σ’ ένα τανκ, σ’ ένα αεροπλάνο και πήγαινα να βαρέσω τους Ιταλούς.

Το απόγευμα όμως αισθάνθηκα μειονεκτικά, όταν είδα τα άλλα παιδιά που είχαν φορέσει τη στολή της Νεολαίας και εγώ τίποτα.

«Δεν θα βγω έξω», είπα στον αδερφό μου, «γιατί ντρέπομαι τα παιδιά επειδή δεν έχω στολή».

«Άκουσε», μου είπε τότε εκείνος, «η στολή δεν είναι αυτή που κάνει τον άνθρωπο, γιατί κάποιος μπορεί να τη φοράει επειδή τον ανάγκασαν ή για να κάνει το κομμάτι του στις γυναίκες. Αυτό που έχει σημασία είναι τι αισθάνεται κανείς μέσα του και καθένας με τον τρόπο του μπορεί να προσφέρει σ’ έναν αγώνα πολύ περισσότερα από έναν με στολή. Μη νομίζεις πως κι εγώ δεν στενοχωριέμαι που πάνε οι φίλοι μου στρατιώτες ενώ εγώ δεν μπορώ. Έκανα αίτηση για να πάρω την ελληνική υπηκοότητα, αλλά για την πολιτογράφηση χρειάζονται τώρα τρία χρόνια. Για σένα όμως που γεννήθηκες εδώ, όταν μεγαλώσεις θα είναι πιο εύκολο και δεν θα ξεχωρίζεις τότε από κανέναν».

Το απόγευμα ήρθαν για ν’ αποχαιρετίσουν τον αδερφό μου δύο συμφοιτητές του, κουρεμένοι γουλί. Την επομένη θα πήγαιναν να παρουσιαστούν, ο ένας στον όρχο αυτοκινήτων που ήταν δίπλα στο ποτάμι του Ιλισού, πριν από το Παγκράτι. Ο άλλος θα έφευγε μ’ ένα τάγμα πεζικού για το μέτωπο.

«Βρε, βρε, βρε, καλώς τα φανταράκια», είπε η μάνα μας. «Ο Θεός να είναι μαζί σας όπου κι αν πάτε. Και πότε φεύγετε;»

«Αύριο», είπαν και οι δυο μαζί. Τότε με το χέρι της χάιδεψε του ενός το κεφάλι.

«Κουρευτήκαμε μόνοι μας», είπε ο Γιώργος, «για να μην περάσει πάνω απ’ τα κεφάλια μας το άροτρο του στρατιωτικού κουρέα. Κάναμε το κεφάλι μας γήπεδο, για να παίζουν μπάλα οι ένδοξες ψείρες του ελληνικού στρατού», και τότε όλοι γέλασαν.

«Ρε σεις», είπε ο αδερφός μου, «για πείτε εκείνο το στρατιωτικό τραγούδι για τις ψείρες, που λέγατε προχθές».

Εκείνοι τότε δεν έχασαν καιρό και άρχισαν:

«Μια μέρα πήγα στον γιατρό για να τον ρωτήσω

μην έχει κανένα γιατρικό την ψείρα να ψοφήσω.

Και ο γιατρός μ’ απάντησε “Τι λες ρε πατριώτη,

η ψείρα είναι ωφέλιμη σε κάθε στρατιώτη”.

Πα’ να σηκώσω τον γιακά βλέπω μια διμοιρία.

Η μισή γυμνάσια έκανε κι η άλλη θεωρία.

Η ψείρα και η σκελόψειρα κάνανε συμμαχία

παρέλασαν στην πλάτη μου μ’ έναν κοριό λοχία».

Τότε γέλασαν όλοι μαζί και η μάνα τούς χειροκρότησε.

Όταν σε λίγο μπήκα στην κουζίνα, είδα τη μάνα μου που έψηνε καφέ να είναι δακρυσμένη.

«Χαίρομαι», μου είπε, «που έχουν το κουράγιο να τραγουδούν, αλλά αυτός ο πόλεμος, παιδί μου, είναι αληθινός, όχι όπως τον βλέπουμε στο σινεμά. Όλα αυτά τα παιδιά έχουν οικογένειες που αγωνιούν γι’ αυτά, έχουν μανάδες, αδερφές, και τα νιάτα τους ανήκουν αποκλειστικά σ’ αυτά και όχι σε κάθε τρελό που θέλει να γράψει ιστορία με ξένα παιδιά και να κάνει αυτοκρατορίες. Δεν ξέρω», συνέχισε, «γιατί ο Θεός δεν βιάζεται να τιμωρήσει αυτά τα καθοίκια, που είναι η αιτία να χάνονται χιλιάδες παιδιά. Ας είναι καλά αυτά τα δικά μας τα παιδιά… Ας είναι».

Αμέσως μετά πήρα κόλλα και ένα πινέλο, ανέβηκα σε μια καρέκλα και άρχισα να κολλάω τις άσπρες ταινίες χοντρού χαρτιού στα τζάμια σε σχήμα Χ για να μην πεταχτούν γυαλιά κατά τις εκρήξεις. Όλα τα ψιλικατζίδικα αλλά και τα μπακάλικα είχαν στοίβες ρολά από αυτές τις ταινίες, για την αεράμυνα.

Όταν έφυγαν οι φίλοι του, ο αδερφός μου άρχισε να κολλάει με πινέζες στα παντζούρια μπλε σκούρες κόλλες, από αυτές που ντύναμε τα τετράδια, για να μην περνάει το φως έξω από τις γρίλιες τη νύχτα και δεν γίνεται καλή συσκότιση. Η μάνα μας έψαχνε τα μπαούλα της για να βρει παλιές χοντρές κουβέρτες, να τις κρεμάσει κι αυτές από μέσα.

Όταν νύχτωσε υπήρχε στους δρόμους ένα πρωτόγνωρο σκοτάδι. Αστυνομικοί και φαλαγγίτες γύριζαν τις γειτονιές με φακούς και, όπου διακρινόταν λίγο φως από κάποια χαραμάδα, χτυπούσαν τις πόρτες. Τα φώτα των αυτοκινήτων είχαν σκεπαστεί με μαύρο χαρτί που είχε μόνο μια στενή λουρίδα για να περνάει λίγο φως.

Εκείνο το βράδυ, παρ’ όλη την κούραση που αισθανόμουν, ο ύπνος άργησε πολύ. Προσπαθούσα να φανταστώ τι θα γινόταν αυτή τη στιγμή στα σύνορά μας, ενώ μια ασυνήθιστη κίνηση βιαστικών βημάτων ακουγόταν στον δρόμο και τα τραμ άργησαν πολύ να σταματήσουν.

Το άλλο πρωί, κάθε τόσο περνούσαν φορτηγά και μικρότερα αυτοκίνητα που είχε επιτάξει ο στρατός γεμάτα νέους που τους πήγαιναν στις μονάδες τους, ενώ άλλοι έκαναν φάλαγγες και πήγαιναν με τα πόδια. Κάθε τόσο το ραδιόφωνο σταματούσε τα δημοτικά τραγούδια και τα εμβατήρια, για να μεταδώσει διάφορα μηνύματα: «Εκεί οι ελληνικές στρατιωτικές μας δυνάμεις αποκρούουν αποτελεσματικά τον φασιστικό εισβολέα με ενθουσιασμό, αυταπάρνηση και υψηλό ηθικό», ενώ ορισμένοι απαισιόδοξοι έλεγαν πως οι Ιταλοί έχουν διασπάσει τις γραμμές μας και προχωρούν προς τα Γιάννενα. «Έλληνες», συνέχιζε το ραδιόφωνο, «μην πιστεύετε τις κακόβουλες φήμες που διαδίδονται από την πέμπτη φάλαγγα, η οποία έχει μοναδικό σκοπό να κάμψει το υψηλό ηθικό των παιδιών μας που πολεμούν τώρα για την πατρίδα μας».

Κατά διαστήματα έψαχνα τον ουρανό με τα μάτια μου, αλλά τ’ αεροπλάνα δεν ξαναφάνηκαν. Η Πάτρα όμως δέχτηκε ένα μεγάλο χτύπημα, τα βομβαρδιστικά τούς ξάφνιασαν και έριξαν πολλές βόμβες που σκότωσαν πολύ κόσμο. Ήταν τα πρώτα θύματα του άμαχου πληθυσμού σ’ αυτόν τον πόλεμο.

Το απογευματάκι ακούστηκε ένα ρυθμικό ποδοβολητό στην οδό Ακαδημίας. Τρέξαμε με τον Σταύρο για να δούμε τι συμβαίνει. Ο δρόμος ήταν γεμάτος μουλάρια του ορεινού πυροβολικού, φορτωμένα με κιλλίβαντες κανονιών και ρόδες, που τα οδηγούσαν οι μουλαράδες, για να τα φορτώσουν στα τρένα του σταθμού Λαρίσης. Επειδή το πέρασμά τους κρατούσε κάμποση ώρα, καθίσαμε με τον Σταύρο στα σκαλοπάτια ενός μεγάλου σπιτιού στη γωνία της Δημοκρίτου και κοιτούσαμε τη φάλαγγα που περνούσε. Εκεί που καθόμασταν, ήρθε ένας κύριος με γκρίζο κοστούμι και μαύρα γυαλιά και μας είπε: «Ρε μάγκες, δεν πάτε να κάτσετε λίγο πιο πέρα;»

«Γιατί;» τον ρώτησα.

«Γιατί εδώ δεν κάνει», μου απάντησε.

«Και γιατί δεν κάνει;»

«Γιατί εδώ μένει η αυτού εξοχότητα, ο πρίγκιψ Γεώργιος».

«Τον έχω δει», του είπα, «τον ξέρω. Δεν είναι ο ψηλός κύριος με τις μουστάκες;»

«Ναι, ναι, αυτός είναι», μου είπε ο κύριος με το γκρίζο κοστούμι και τα μαύρα γυαλιά. Τότε σηκωθήκαμε και αλλάξαμε θέση.

Μια μέρα έγινε πάλι συναγερμός και τα ιταλικά αεροπλάνα προσπάθησαν να βομβαρδίσουν τον Πειραιά. Επειδή όμως ήρθαν πολύ ψηλά, οι βόμβες έπεσαν στη θάλασσα του Φαλήρου και την επομένη η αγορά γεμίσει ψάρια.

Ενώ όλα αυτά γίνονταν στην Αθήνα, πάνω στο μέτωπο ο σμηναγός Δημοσθένης Καρακίτσος με το αναγνωριστικό αεροπλάνο του ανακάλυψε μέσα σε μια μακριά χαράδρα την ιταλική μεραρχία Julia, που κατέβαινε προς τα Γιάννενα. Τότε, με μια ειδοποίηση πήρε τον λόγο το ορεινό μας πυροβολικό από τις κορυφές των υψωμάτων και η μεραρχία Julia δεν έφτασε ποτέ στα Γιάννενα!

Οι μέρες περνούσαν και οι εμπιστευτικές πληροφορίες μεταφέρονταν από στόμα σε στόμα. Το ράδιο αρβύλα, όπως το έλεγε ο αδερφός μου, δούλευε συστηματικά μέσα στον μανάβη, στον μπακάλη, στους δρόμους και τα καφενεία. Όλοι είχαν πάντα μια πληροφορία να πουν, να εμπιστευτούν στον άλλον. Οι περισσότεροι μαγαζάτορες είχαν φύγει με τον στρατό και τα μαγαζιά τα κρατούσαν οι γυναίκες τους.

Έπειτα από περίπου μια εβδομάδα, έσκασε σαν μπόμπα μια πολύ ευχάριστη είδηση: «Ο στρατός μας, μετά τη σθεναρή του αντίσταση στους εισβολείς, διέσπασε τις ιταλικές γραμμές και προχωρεί μέσα στο αλβανικό έδαφος, καταδιώκοντας τον εχθρό πάνω στα βουνά της Πίνδου». Ένα παραλήρημα ενθουσιασμού τότε ξέσπασε σ’ όλο τον κόσμο. Μια αισιοδοξία εμφανίστηκε πάλι δειλά στη ματιά των ανθρώπων και οι συζητήσεις γίνονταν πιο έντονες. Μια καταχνιά όμως αβεβαιότητας κρυβόταν πίσω απ’ όλα αυτά.

Οι μέρες περνούσαν γρήγορα και τα νέα από το μέτωπο πήγαιναν κι έρχονταν. Ένα πρωινό κατά τις έντεκα, οι καμπάνες της Αθήνας ολόκληρης άρχισαν να χτυπάνε συνέχεια, χωρίς διακοπή. «Έπεσε στα χέρια μας η Κορυτσά… Έπεσε η Κορυτσά», ακουγόταν σαν ξέσπασμα χαράς από τον κόσμο που είχε βγει στους δρόμους για να πανηγυρίσει, ενώ απ’ το ραδιόφωνο ακούστηκε δυνατή η φωνή της Βέμπο: «Βάζει ο Ντούτσε τη στολή του και τη σκούφια τη ψηλή του, μ’ όλα τα φτερά…»

Ο καιρός περνούσε με μια μεγάλη πια αισιοδοξία και στα θέατρα άρχισαν ν’ ανεβαίνουν σατυρικές επιθεωρήσεις, όπως το «Κοροΐδο Μουσολίνι», όπου το τραγούδι της τραγουδήθηκε απ’ όλο τον κόσμο, και το «Μπράβο Κολονέλο». Σ’ αυτή την επιθεώρηση πεταγόταν στη σκηνή ο κωμικός ηθοποιός Μαυρέας ντυμένος Ιταλός αξιωματικός και άρχιζε το τραγούδι:

«Είχα δύο λόχους Κενταύρων με μούσι…

που σαν τους κοιτούσες σου ερχόταν ζαλάδα,

και όπλα είχα… κανόνια στην τρίχα,

μα καθώς προχωρούσαμε για την Ελλάδα

και η νίκη μας ήταν σχεδόν γεγονός,

εκεί μας πλακώσαν τσολιάδες βαρβάτοι

και οι Κένταυροί μου γινήκαν καπνός!

Και τους λέω…

Κάντε και μπρος μια φορά,

κρίμα, ρε παιδιά, τα φτερά,

τι ρεζίλι φριχτό των Κενταύρων, τι συμφορά,

που δρόμο μαύρο πήραν γερά…

Τα κορίτσια της Σιέρα Μορένας θα πολεμούσαν πιο σοβαρά!»

Ύστερα απ’ όλα αυτά, όταν καταλάγιασε η πρώτη γιορτή, μου είπε ο αδερφός μου με μελαγχολικό ύφος: «Καλά κι ωραία όλα αυτά, αλλά…»

«Τι αλλά;» τον ρώτησα.

«Να σκέφτομαι καμιά φορά», μου είπε, «πως ο Χίτλερ μπορεί ν’ αφήσει να ξεφτιλίσει τον σύμμαχό του μια χούφτα Έλληνες;»

Σ’ αυτό εκείνη τη στιγμή δεν δόθηκε καμιά απάντηση και το διώξαμε αμέσως απ’ το μυαλό μας.

Ο καιρός συνέχισε να περνάει όπως πάντα, τα διάφορα καλά μαντάτα από τις επιτυχίες του στρατού μας ήταν καθημερινά, η Αθήνα, παρ’ όλη την έλλειψη πολλών ανδρών, άρχισε να ξαναβρίσκει τον δρόμο της και τέλειωσε ο Νοέμβρης.

Ένα πρωί χτύπησε το κουδούνι. Ήταν ένας φαλαγγίτης με δύο φαλαγγίτισσες.

«Ό,τι έχετε για τη φανέλα του στρατιώτη, οτιδήποτε μάλλινο για τα παιδιά μας που πολεμούν μέσα στα χιόνια της Αλβανίας», είπαν.

Η μάνα μου έφερε από μέσα μια μάλλινη κουβέρτα και τρεις μάλλινες φανέλες που δεν είχε προλάβει να τις φορέσει ο πατέρας μου, μαζί με δυο ζευγάρια καινούριες χοντρές κάλτσες.

«Πιστεύω, παιδιά μου», είπε η μάνα μου συγκινημένη, «αυτά να πιάσουν τόπο. Άντε, παιδιά, και ο Θεός μαζί τους».

«Ευχαριστούμε», είπαν και οι τρεις μαζί και τέντωσαν τα χέρια τους για να χαιρετήσουν.

«Ξέρεις», μου είπε ο Βασίλης, «πως η κουβέρτα για τον ελληνικό στρατό είναι και αντιαρματικό όπλο;»

«Άντε, ρε Βασίλη, πλάκα μου κάνεις;»

«Σοβαρά μιλάω», μου είπε, «τη στιγμή που περνάει το εχθρικό τανκ, οι στρατιώτες μας κρυμμένοι μέσα στα χαντάκια, χωρίς να τους πάρουν χαμπάρι, χώνουν την κουβέρτα μέσα στις ερπύστριες και το άρμα ακινητοποιείται. Αμέσως τότε σκαρφαλώνουν πάνω του, τους δείχνουν από το στενό παραθυράκι του οδηγού μια χειροβομβίδα, πως θα τους πετάξουν μέσα, και τότε ένας ένας με τα χέρια ψηλά βγαίνουν από πάνω και παραδίνονται.

 

 

 

 

 

Σου αρέσει αυτό το άρθρο, κανε μας like!

Please log in or register to like posts.