XΟΡΗΓΟΣ whitetip

Χαράλαμπος Βασιλειάδης o επονομαζόμενος “Τσάντας”

Please log in or register to like posts.
News

Στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού, πρωταγωνιστές που έπαιξαν καταλυτικό ρόλο στην πορεία και εξέλιξή του, εξακολουθούν να παραμένουν εδώ και δεκαετίες αδικαίωτοι

Ο Χαράλαμπος Βασιλειάδης ή «τσάντας», υπήρξε Έλληνας στιχουργός ρεμπέτικων και λαϊκών τραγουδιών.

Η κατηγορία των στιχουργών είναι αυτή που αναμφίβολα έχει υποστεί τα περισσότερα δεινά. Τον παλιό καλό καιρό το “Εν αρχή ην ο λόγος” δεν είχε πέραση στην τραγουδοποιία. Οι στιχουργοί – σύμφωνα με τα ήθη και έθιμα της εποχής – παρέμεναν στωικά στην αφάνεια αφού οι συνθέτες και οι ερμηνευτές είχαν τον πρώτο “λόγο”. Έτσι στους περισσότερους δίσκους 78 στροφών αλλά και σε πολλά 45άρια αναγράφεται η συνήθης ένδειξη, στίχοι-μουσική: Βασίλης Τσιτσάνης, Γιάννης Παπαϊωάννου, Απόστολος Χατζηχρήστος κλπ.

Βιογραφία

Γεννήθηκε στο Ρένκιοϊ, της Τρωάδας το 1907 και πέθανε στις 16 Μαΐου 1970 στην Νεά Φιλαδέλφεια. Σε ηλικία επτά ετών ήλθε στην Αθήνα και μαθήτευσε στην Λεόντειο Σχολή. Ήξερε να μιλά και να μεταφράζει σε πολλές γλώσσες, όπως αγγλικά, γαλλικά, ιταλικά, γερμανικά. Υπήρξε επαγγελματίας μεταφραστής, ενώ εργάστηκε και στο Υπουργείο Ναυτικών. Στον Παμμικρασιατικό Σύλλογο τα τελευταία χρόνια του 30΄, γνώρισε τον στιχουργό Κώστα Κοφινιώτη και σ΄αυτόν εμπιστεύτηκε τους πρώτους του στίχους. Αργότερα πέρασε στο χώρο των δισκογραφικών εταιρειών. Η πρώτη του επίσημη παρουσία στην δισκογραφία, σύμφωνα με τις ετικέτες των δίσκων, καταγράφεται το Δεκέμβρη του 1946 στην Columbia, με το “Δυο καρπούζια σ’ ένα χέρι” {DG 6620} σε μουσική του Στελλάκη Περπινιάδη , ωστόσο είχε κιόλας ξεχωρίσει προπολεμικά με το «Μπρος στον Αγιο Σπυρίδωνα», που έγινε μεγάλη επιτυχία με την Ιωάννα Γεωργακοπούλου.

Ο Βασιλειάδης είναι γνωστός στο κύκλωμα της τραγουδοποιίας με το παρατσούκλι Τσάντας ο λόγιας. Έτσι τον αποκαλούσε χαρακτηριστικά ο χιουμορίστας και πλακατζής Στράτος Παγιουμτζής και του… έμεινε. Ακόμα και σήμερα αν μιλήσεις με κάποιον παλαιότερο δημιουργό ή ερμηνευτή δεν θα συνεννοηθείς ποτέ λέγοντας “Βασιλειάδης”, αλλά σίγουρα θα βρεις την άκρη με το “Τσάντας” που στα χρόνια υπερίσχυσε του “Λόγιας”. Το “Τσάντας” ήταν εύστοχο γιατί ο Βασιλειάδης γυρνούσε στα στέκια των μουσικών στην Ίωνος, με έναν χαρτοφύλακα γεμάτο στίχους. Οι συνθέτες τον πλησίαζαν, ζητώντας του “υλικό” κι εκείνος άνοιγε την τσάντα κι έβγαζε τα στιχάκια του. Πολλές φορές έγραφε κατά παραγγελίαν. Του υπαγόρευαν το θέμα κι εκείνος πίνοντας το καφεδάκι του στο μπαράκι του “Μάριου”, έπαιρνε χαρτί και μολύβι και εκτελούσε “τας διαταγάς”.

 

Αναφορές των Συναδέλφων του

Ο Κώστας Βίρβος στην βιογραφία του (“Μια ζωή τραγούδια”, εκδόσεις Ντέφι, 1985) αναφέρει ότι Βασιλειάδης γνώριζε τέσσερις γλώσσες και για ένα διάστημα εργάστηκε στο Υπουργείο Ναυτικών, αλλά σύντομα τον κέρδισε η στιχουργική εγκαταλείποντας οποιανδήποτε άλλη δραστηριότητά. Μάλιστα, ο Βίρβος, τονίζει ότι πριν την δική του εμφάνιση στην δισκογραφία οι μόνοι επαγγελματίες λαϊκοί στιχουργοί ήταν η Παπαγιαννοπούλου και ο Βασιλειάδης: «ο Μπάμπης Βασιλειάδης, ο παλιότερος, η Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου που άρχισε το ’47 να γράφει, εγώ και μετά ο Χρήστος Κολοκοτρώνης».
Αλλά και τα λόγια του Γιώργου Ζαμπέτας, μέσα από την αυτοβιογραφία του (“Βίος και Πολιτεία – Και η βρόχα έπιπτε στρειτ θρου”, επιμέλεια Ιωάννας Κλειάσιου, εκδόσεις Ντέφι, 1997) είναι ενδεικτικά της “προπολεμικής” ενασχόλησης και αναγνώρισης του Βασιλειάδη στο χώρο του τραγουδιού: «Το Μπάμπη, τον ήξερα απ’ το ’45, μας είχε συστήσει ο Στράτος στο μπαράκι και με συμπάθησε και μού ‘δινε στίχους για να γράφω κάνα τραγουδάκι».

Γεγονός είναι ότι ο Τσάντας, τα μεταπολεμικά χρόνια κυριάρχησε με την πένα του στην δισκογραφία και γενικότερα στο χώρο του. Πολυγραφότατος, ευρηματικός και αστείρευτος κινήθηκε με άνεση και απλότητα σε όλα τα μήκη και πλάτη του τραγουδιού. Από “ελαφρολαϊκά” των Άκη Σμυρναίου (“Η τράτα”, “Το τελευταίο γράμμα”, “Ζαφείρα” με την Μαριάννα Χατζοπούλου, “Ένα φιλάκι” με την Ούλα Μπάμπα) και Νίκου Γούναρη (“Σκαλί καλέ μου σκαλί”, “Στο ψηλό το μπαλκονάκι”, “Μαχαραγιάς αν ήμουνα”) μέχρι βαριά λαϊκά όπως τα “Φέρτε μια κούπα με κρασί” σε μουσική Απόστολου Καλδάρα με τον Πρόδρομο Τσαουσάκη, “Όταν κοιμάται ο δυστυχής” του Βασίλη Καραπατάκη με τον Τάκη Μπίνη, “Απόψε μ’ εγκατέλειψες” του Στέλιου Χρυσίνη με την Ρένα Στάμου, “Η λαδιά” του Ανέστου Αθανασίου ή Γύφτου με τον Βαγγέλη Σοκορέλη και την Ανθούλα Αλιφραγκή”, “Εσύ ‘σαι αριστοκράτισσα” του Λ. Μπουρνέλη με τον Γιώργο Ταλιούρη, “Σκαλοπάτι-σκαλοπάτι” και “Σκαλί, σκαλί κατέβηκα” του Γιώργου Λαύκα, “Σάπιο σανίδι πάτησα” του Γεράσιμου Κλουβάτου κ.α.

Ξεχωριστές και πολυαγαπημένες στιγμές τα “Η αμάξα μές την βροχή” και “Πεντάμορφη” του Χατζηχρήστου και οι θρυλικοί “Γλάροι” σε μουσική Νίκου Μεϊμάρη με το μελωδικό νουέτο των Πάνου Γαβαλά και Βούλας Γκίκα. Ο Γαβαλάς ερμήνευσε πολλές δημιουργίες του Τσάντα. Ανάμεσά τους τον πρώτο λόγο κατέχει το “Σιγανοψιχάλισμα” με το οποίο και καθιερώθηκε στην δισκογραφία το 1956. Άλλες όμορφες καταθέσεις τους: “Για κρατήστε με πια φίλοι” σε μουσική Βαγγέλη Πρέκα, “Μην αργείς κι αργοπεθαίνω” του Χρυσίνη, “Γύρνα πάλι στο φτωχοκάλυβό μας” του Παναγιώτη Πετσά και το επιτυχημένο “Μ’ έκανε η αγάπη σου ξενύχτη” του δεξιοτέχνη μπουζουξή Αντώνη Κατινάρη.

Αλλά μήπως υστερούν σε μαγεία και χάρη οι “Σεβιλιάνες” σε μουσική του Λαύκα και το “Όλα ξεχάστηκαν” του Γιάννη Σταμούλη ή Μπιραλάχ που σφράγισε με τη φωνή της η Στέλλα Χακίλ, το “Φυσάει ο μπάτης” της Γεωργακοπούλου, η “Μαγκάλα” του Ατταλίδη, οι “Παρτίδες” του Μανώλη Χιώτη; Τι μπορεί να πει κανείς για τόσο απλές αλλά έντονα δραματικές στιγμές, όπως αυτές που ξετυλίγονται στο ανεπανάληπτο “Μη μου ξυπνάς το παρελθόν” του Κάξου και στην “Γόπα” του Φώτη Χαλουλάκου.


Ο τελευταίος είχε δηλώσει σχετικά στον Τάσο Σχορέλη (“Ρεμπέτικη Ανθολογία”, τόμος Δ, εκδόσεις Πλέθρον, 1981):

«Στον Τσάντα χρωστάω πολλά. Κι όχι μόνο εγώ. Και ποιον δεν βοήθησε; Αυτός με πήγε στην Odeon. Για τον Τσάντα πρέπει να γραφτούνε πολλά γιατί του αξίζει. Ολόκληρο βιβλίο… Παίζαμε σ’ ένα ουζερί στη Βάθη με τον Κυριαζή. Εκεί με στίχους του Τσάντα έγραψα τη “Γόπα”. Την τραγούδησε ο Γιάννης και αυτός ήταν ο πρώτος του δίσκος».

Με στίχους του Τσάντα έκανε το ντεμπούτο σαν συνθέτης στο γραμμόφωνο και ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης, το 1949, με το “Καντήλι τρεμοσβήνει” που ερμήνευσαν οι Στελλάκης, Σούλα Καλφοπούλου και Μάρκος Βαμβακάρης. Η συνεργασία τους συνεχίστηκε με τα “Πήρα την στράτα την κακιά” που τραγούδησε η Πόλυ Πάνου και “Ξένο σπίτι, ξένες πόρτες” με τον Τσαουσάκη. Επίσης ο Σπύρος Ζαγοραίος ενώ ξεκίνησε την πορεία του στο τραγούδι το 1952 με μια δημιουργία του Τσιτσάνη, η πρώτη ουσιαστικά εγγραφή του θεωρείται αυτή που πραγματοποίησε 6 χρόνια μετά στο αθάνατο “Άναψε το τσιγάρο” των Κλουβάτου-Τσάντα στην Odeon. Το ίδιo τραγούδι ηχογράφησε λίγους μήνες αργότερα και η Καίτη Γκρέυ για λογαριασμό της “αντίπαλης” Columbia. Η Γκρέυ συνέδεσε το όνομά της με ένα μεγάλο σουξέ των Χρυσίνη-Τσάντα, το “Κάτσε στον καναπέ μου”.

Στίχους του Βασιλειάδη μελοποίησε και ο Τσιτσάνης. Ανάμεσα τους περιλαμβάνεται και “Το πικραμένο αγόρι” με την φωνή Τσαουσάκη που τόσο πολύ αγάπησε ο Μάνος Χατζιδάκις ώστε να το συμπεριλάβει στα ‘Πέριξ” με την Βούλα Σαββίδη και σε οργανική μορφή στον “Σκληρό Απρίλη του ’45”.

Σου αρέσει αυτό το άρθρο, κανε μας like!

Please log in or register to like posts.